Ἄκουσε νὰ σοῦ εἰπῶ, Στυλιανή μου, αὐτὸ ποῦ ζητᾷς θὰ εἶχε νόημα ἂν ζοῦσε ἡ μάνα μου· ἀλλὰ καὶ τότες δὲν ξέρω ἂν θὰ ἦταν σωστὸ νὰ τὴν εἶχες ἐδῷ.
Γιατί;
Ἡ μάνα μου ἦταν καλὴ γυναῖκα· ὅσο καλὴ ὅμως κι’ ἂν εἶνε μιὰ μάνα, πάντοτες εἶνε κακὴ πεθερὰ, νὰ τὸ ξέρῃς αὐτό. Δὲν τὸ λέω γιὰ τὴ μάνα μου, γιατὶ ἐσένα καθὼς εἶσαι καὶ τόσο καλὴ θὰ σ’ ἀγαποῦσε σὰν τὰ μάτια της, μὰ ἔτσι εἶνε αὐτὸς ὁ κόσμος. Ὁ γυιὸς πάντα εἶνε γυιὸς κ’ ἡ νύφη πάντα νύφη. Θἄρχουνταν μιὰ ’μέρα ποῦ θὰ τὰ χαλνούσατε.
Ἐγὼ νὰ τὰ χαλνοῦσα μαζῆ της; ποτέ. ’Σ τὰ πούπουλα θὰ τὴν εἶχα· ’ς τὸ κεφάλι μου, σκλάβα της θὰ ’γενόμουν· ἐγὼ, ἐγὼ... ἆ, μόνον αὐτὸ δὲ θὰ ἔβλεπες.....
Σὲ πιστεύω· ἀλλὰ τέλος πάντων ἡ μάνα μου ’πέθανε, ἂν ’ζοῦσε ὁ πατέρας μου θὰ τὸν παρακαλοῦσα νὰ ξαναπαντρευότουν γιὰ νὰ ἔχῃς μιὰ γυναῖκα ποῦ θἄμοιαζε μὲ πεθερά. Καὶ ὁ πατέρας μου δὲν ζῇ, τώρα τί νὰ σοῦ κάνω; Ἄφησε λοιπὸν αὐταῖς τῇς ἰδέαις, ἀφοῦ αὐτὴ εἶνε ὅλη ὅλη ἡ λύπη σου, καὶ ἔλα νὰ ζήσουμε εὐτυχισμένοι σὰν τῇς πρώταις ’μέραις. Δὲν εἶνε καλλίτερα;
Ὄχι· ἐγὼ θὰ πεθάνω.
Ἆ, μὰ δὲν παίρνεις βλέπω, ἀπὸ λόγια....
Τάσσο, νὰ τὸ ξέρῃς θὰ πάρω φαρμάκι.