Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου (1886).djvu/117

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ


Γ΄.

Τί νὰ' σοῦ πρωτοθυμηθῶ καὶ τὶ νὰ πρωτοκλάψω!
Δὲν το ῎λπιζα δὲν τό ῎λεγα νὰ ζήσω νὰ σὲ θάψω!
Σὲ ἐνθυμοῦμαι κ' ἡ καρδιὰ μοῦ γίνεται κομμάτια.
Πότε καὶ ποῦ θὰ ξαναϊδῶ νὰ μαῦρα σου τὰ μάτια,
Τὸ εὔμορφό σου τὸ κορμί, τὰ κατσαρὰ μαλλιά σου,
Τὰ χάδια σου, τῇς τρέλλαις σου καὶ τὰ γλυκὰ φιλιά σου,
Καὶ νά χορεύῃς, σὰν πουλί,
Ἀγαπημένη μου Λιλῆ!

Δ΄.

Σὲ ποιὸν νὰ 'πῶ τὸν πόνον μου, σὲ ποιόνε τὸν καϋμό μου!
Μοῦ 'κρύωσες, μ' ἀρρώστησες κ' ἐχτίκιασες, χρυσό μου.
Δὲν σ' ἑπροφθάσαν' οἱ γιατροί, ἐκάλπαζεν ἡ φθίσις·
Εἰς μάτην τὰ ἑκδόρια καὶ αἱ περιποιήσεις!
Εἰς μάτην τόσαι μου εὐχαὶ καὶ θρῆνοι κάθε ὥρα·
Τοῦ τελευταίου χωρισμοῦ ἐσήμανεν ἡ ὥρα·
Μὲ τὸ 'στερνό σου τὸ φιλὶ
Μοῦ ἐξεψύχησες, Λιλῆ!

Ε΄.

Εἰς τάφον, ἔρημον, μικρόν, προχθὲς ἐθρήνει τόσῳ
Τὸ δύσμοιρον σκυλάκι της ἡ θεία μου ἡ Φρόσω.
Ἄχ, πόσον ἦτον εὔμορφο καὶ πῶς τὸ ἀγαποῦσε!
Γι' αὐτὸ δὲν 'ξεύρω κ' ἐγώ τί νὰ δώσῃ εἰμποροῦσε!
Τῆς 'πέθανε παράκαιρα, τὸν πόνο πῶς νὰ σβύσῃ;
Ὤ, εἴθε πλέον ὁ Θεὸς νὰ τὴν παρηγορήσῃ,
Γιατί 'μαράζωσε πολὺ
Γιὰ, τὴν ὡραία της Λιλῆ!

11 Σεπτεμβρίου 1885.

ΤΙΜΩΝ


117