Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/190

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
188

Χρύσω τὴν λέγαν· ἔλαμπε στὰ κάλλη καὶ στὴ νεότη,
—Ἐγὼ εἶχα αὐτὸν τὸν θησαυρό—
Βασίλισσα ἦταν στὸ χορὸ,
Στὴν ἐκκλησιὰ ἦταν πρώτη.

Τὰ φρύδια της σὰν νάητανε γραμμένα μὲ κονδύλι.
Δὲν εἶχαν ταῖρι πουθενὰ
Τὰ μάτια της τὰ γαλανὰ,
Τὰ κοραλλένια χείλη.

Καὶ ἡ νεότη της τί ὠφέλησε, τί ὠφέλησεν ἡ χάρις
Στὴν ἄδικη τὴ μοῖρα ἐμπρός;
Τὴν εἶδε ὁ Χάρος ὁ σκληρὸς,
Ὁ ψυχοκυνηγάρης.

Ὤ! σεῖς ποῦ τὴν γνωρίσατε, βρύσαις, πουλιὰ καὶ κρίνοι,
Μὴ μὲ ὀνομάζετε σκληρὸ,
Ἂν εἰς τὸν κόσμο αὐτὸν μπορῶ
Νὰ ζῶ χωρὶς ἐκείνη.

Στὴν γῆν αὐτὴ, ποῦ σέρνομαι λείψανο ἀχνὸ καὶ βάρος,
Θέλω ἡ ψυχή μου νὰ καῇ,
Γιατὶ εἶναι κόλαση ἡ ζωὴ
Καὶ πανηγῦρι ὁ χάρος.—

Τἄκουσε ὁ Χάρος. Μιὰ φορὰ δὲν ἄνθισαν ἀκόμα
ᾙ μυγδαλιαῖς τῆς ἐξοχῆς,
Καὶ ὁ νιὸς κοιμᾶται ὁ δυστυχὴς
Στῆς Χρύσως του τὸ χῶμα.