Σελίδα:Αλεξανδρινή Τέχνη Τομ.1 Αρ.2 - 09.jpg

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

ἀπαράλλακτη ὅπως τὴν ἄκουε πρὸ δεκαπέντε χρόνια, μιὰ φωνὴ μαλακιὰ καὶ γλυκειὰ, ποὺ βρῆκε ἀμέσως ἀπήχηση στὶς ἐσώτερες χορδές του.

Ὁ φίλος του, κάπως περίεργος, τὸν ρώτησε γιατὶ τόση εὐσπλαχνία.

— Μιὰ γνωστή μου φτωχιὰ γυναίκα. Θὰ σοῦ πῶ ἄλλη φορὰ μιὰ ἱστορία, ἀπήντησε ὁ Μένεγος, μὰ κατὰ βάθος δὲν ἤθελε οὔτε στὸ φίλο του νὰ πεῖ τίποτε.

Προχωρόντας στὴν αὐλὴ πέρασε ἀπὸ τὸ διαμέρισμα ποὺ χρησίμευε γιὰ Δημοτικὸ Σχολεῖο, ἐκεῖ ποὺ στέγασε μιὰ ὁλόκληρη παιδικὴ ζωή. Πόσοι φόβοι, πόσες συγκινήσεις, πόσες ἀθῶες χαρὲς μέσα στὰ δωμάτια ἐκεῖνα, μέσα στὴν αὐλὴ ποὺ περνοῦσε!

Λίγο πιὸ πέρα καὶ νὰ ἡ μικρὴ ἐκκλησία τοῦ Ἅϊ-Γιώργη. Εἶναι σὰν πιὸ μικρὴ ἀκόμη ἀπ’ ὅ,τι τὴν ἤξερε, ὅλα εἶναι σὰ στενόχωρα, σὰ γερασμένα, πράγματα καὶ πρόσωπα, μὰ ὅλα τοῦ γεννοῦν νοσταλγία, τρυφερὰ συναισθήματα, μιὰ ἀνοιξιάτικη πρασινάδα ἁπλώνεται στὸ ἐσώτερο ἐγώ του. Νά, ἡ γλυκειὰ φωνὴ τοῦ δεξιοῦ ψάλτη ἀκούεται πάλι καὶ τὴν ὥρα πού, προχωρημένος πιὰ στὸ βάθος τῆς ἐκκλησίας, σταματᾶ, ξεχωρίζει τὸ εὐφρόσυνο:

«Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος».

Ὁ Μένεγος εἶναι συγκινημένος. Νομίζει ὅτι εἶναι δεκαπέντε ἐτῶν παιδί, ὅλα μέσα του εἶναι ἐλαφρὰ καὶ τρυφερά. Θαρρεῖ πῶς μόλις χθὲς ἦταν πάλι ἐκεῖ, μόλις λίγες μέρες, λίγες ὧρες πέρασαν ἀπὸ τὴν τελευταία φορὰ ποὺ ἦρθε στὴν ἐκκλησία. Ἔχει μάθημα νὰ μελετήσει ἀπόψε, αὔριο πάλι θ’ ἀντικρύσει τὸν αὐστηρὸ καθηγητὴ μὲ τὸ ψαρὸ γενάκι καὶ τὰ μεγάλα ματογυάλια. Κ’ ἔρχεται πάλι στὸ νοῦ του ἡ Εὐφροσύνη, σαράντα ἐτῶν ἐκείνη τότε, αὐτὸς μόλις δεκαπέντε. Παιδιακίσια πράγματα, ἀστεῖα πράγματα, ξαναεῖπε, καὶ θέλει νὰ σοβαρευθεῖ, νὰ βρεῖ τὸν ἐπιστήμονα, μὰ ὄχι, δὲν εἶναι ἀστεῖα, εἶναι ψυχικὴ ἀνάγκη καὶ δὲ μπορεῖ νὰ ξεφύγει, ζεῖ τὴ ζωὴ τοῦ μικροῦ μαθητοῦ. Ὅλοι γύρω τὸν κυττάζουν μὲ σεβασμό, σχεδὸν μὲ θαυμασμό, καμαρώνουν τὸν σπουδαῖο γιατρὸ ποὺ τοὺς ἦρθε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, γέννημα τοῦ τόπου τους, παιδὶ ἀπὸ φτωχοὺς γονιούς. Εἶναι ἀλήθεια, ὡραῖος ἄνδρας, τὸ ξεύρει κι’ ὁ ἴδιος, μὲ ἀψηλὸ κανονικὸ ἀνάστημα, ὡραῖα καστανὰ μάτια, πλούσια μαλλιὰ καὶ ξανθὸ-ξανθὸ γενάκι.