Ο πύργος του ακροπόταμου
Συγγραφέας:
Α


- Κελεπούρ’ με τα σωστά, είπε μέσα του ο Θώμος Κρανιάς ρίχνοντας το μάτι προς το παλιό στενόψηλο σπίτι εκεί μπροστά του, ενώ ροφούσε τον καφέ στον ίσκιο της γέρικης μελικοκκιάς.

Στα κλαδιά της μελικοκκιάς κελαδούσαν τα πουλιά και στον απομεσημεριάτικο ουρανό αργοκυλούσαν αριόλευκα τα σύννεφα του Μάη.

Η Φρόσω, η μεγάλη κόρη του Κρανιά, καθισμένη κοντά του είχε αφήσει κι έπεσε στην ποδιά της το κέντημα και κοίταζε τα σύννεφα κι άκουε τα πουλιά.

Ο μικρός Γεσίλας με τον κόρφο του γεμάτο χλωρούς καρ­πούς απ’ τη μελικοκκιά, μικρούς και στρογγυλούς σα σκάγια, πήγαινε ολόγυρα στη φράχτη και σημάδευε με τη σκάστρα τα σπουργίτια, η Μαριώ κι η Κούλα κυνηγιόντανε ξυπόλυτες στον κήπο.

Ο Θώμος Κρανιάς έριξε γύρω μιαν ήσυχη ματιά. Έπειτα ανασήκωσε το μακρύ του νυχτικό και το ’ζωσε στη μέση με το λουρί, πήρε το κλαδευτήρι κι ανέβηκε στη σκάλα την ακουμπη­μένη στον κορμό ενός φράξου παραπέρα, όπου κρεμότανε μια κληματαριά φτακύλι. Το είχε κλαδέψει πριν και τώρα γύρευε να το κλαρώσει πιο ψηλά.

Η κυρα-Θώμαινα, που μόλις ξυπνημένη πλενότανε στο νεροχύτη στην κορφή της σκάλας του σπιτιού, είδε τον άντρα της σκαρφαλωμένο τόσο ψηλά και τρόμαξε:

- Άνθρωπε, έχει το νου σ’! Άσ’ το να πάει στην οργή! του φώναξε.

Και κατέβηκε τη σκάλα σκουπίζοντας το πρόσωπο με την ποδιά της.

Όταν πλησίασε τον άντρα της, είχε κατεβεί και κείνος και κοίταζε το κλήμα.

- Καλά δεν το ’δεσα; είπε. Δεν το φτάνουν τώρα. Εννοούσε τα παιδιά. Τσιμπούσανε τις αγουρίδες, που τις χρειαζόντανε ν’ αυγοκόβουνε τη σούπα.

Και πρόστεσε:

- Γλιτώνουμ’ έτσι τα λεμόνια.

- Και το ρετσινόλαδο, δε λέω. Μα δε σ’ λλογιέσ’ αν παραπάταγες; Είσαι βαρύς, είπε η κυρα-Θώμαινα.

Ο Θώμος Κρανιάς την κοίταξε μια στιγμή στα μάτια. Έπει­τα πήγε κοντά της, τη χτύπησε στον ώμο κι είπε:

- Καλά δε βολευτήκαμ’, ε; Κελεπούρ’ με τα σωστά.

Έδειξε τον πύργο εκεί, την κούλια του ακροπόταμου, κα­θώς τη λέγανε στον τόπο. Την είχε χτίσει αυτού στον όχτο κά­ποιος Σουλιώτης καπετάνιος για ν’ αγναντεύει τα βουνά του τόπου του και τώρα την αγόρασε ο Θώμος Κρανιάς για να τρυ­πώσει μέσα τα παιδιά και τη γυναίκα του σαν ξαναβρέθηκε παυμένος ξαφνικά.

- Καλά να λέμε, έκαμε ν’ αναστενάξει η κυρα-Θώμαινα. Μα θυμήθηκε πως ήτανε και δικό της θέλημα να μην κουβαλη­θούνε μεσοχείμωνα στο χωριό, μα να περιμένουν τον ξαναδιορισμό εδώ στην πόλη - κι έπνιξε τον αναστεναγμό. Κούνησε το κεφάλι κι έκαμε προς το σπίτι.

Η Φρόσω καθισμένη κάτω από τη μελικοκκιά κεντούσε και κοίταζε τα σύννεφα.

Ο Θώμος Κρανιάς έπιασε τώρα και κέντρωνε μια αγριοσκιά.

Το αεράκι της ποταμιάς του χάδευε το μέτωπο, από τις ρά­χες γύρω αχούσανε κουδούνια και βελάσματα, ο ήλιος φώτιζε μαλακά την πρασινάδα της λαγκαδιάς, τα γέλια των παιδιών γεμίζανε τον κήπο κι ο αργαλειός της κυρα-Θώμαινας άρχισε ν’ αργοβροντά, σα να βαστούσε από τον πύργο απόβαθα το ρυθμό της ήσυχης ζωής.

Ο Θώμος Κρανιάς, εκεί που έδενε με την καινούρια φλούδα τον κορμό, σταμάτησε:

Κρίμα που δεν έκλεισε ακόμα τη σύνταξη! Ας πηγαίνανε στην οργή και τα πλιάτσικα και τα πεσκέσια και το κόμμα του Κρανιά.

Το κόμμα και το σόι του Κρανιά ήταν από τα παλιότερα στην επαρχία με τ’ ατέλειωτα βουνά και τους εννιά δήμους, ξακουστούς για τ’ αρχαιόπρεπα ονόματά τους, τα κόκκινα ξυνόμηλα και τις μακριές καμπυλωτές μύτες των κατοίκων τους. Έναν απ’ αυτούς τους δήμους κυβέρνησε ο Θώμος Κρανιάς τέσσερα χρόνια μια φορά. Μα η ανάγκη το απαίτησε ν’ αφήσει αλλουνού την έννοια αυτή, η γυναίκα του σα να τραβήχτηκε και κείνη περσότερο από τον τίτλο της κυρα-επαρχίνας κι έτσι η φαμελιά του Θώμου Κρανιά πήρε το ραβδί του στρατοκόπου και τριγύρισε κοντά δεκαπέντε χρόνια μπαγάζια και παιδιά σε κάμπους και βουνά και πέλαγα.

Το περιδιάβασμα κατάντησε να ξεκινά μοιραία από την πόλη αυτή κοντά στον ποταμό. Όχι γιατί ο Θώμος Κρανιάς είχε καημό σαν το γεροσουλιώτη ν’ αγναντεύει από το μπαλκόνι του επαρχείου μακριά τις άκρες των πατρικών βουνών - μεγαλύτερο καημό είχε όπου ήταν τα πεσκέσια πιο πολλά - μα από κείνα τα βουνά κατεβαίνανε και ξεχειμάζαν ένα γύρο στον κάμπο τα κοπάδια κι η αργατιά του τόπου του. Η αργατιά αυτή έστελνε βουλευτή τον ξάδερφό του, γι’ αυτό και κείνος όταν ερχότανε στην εξουσία βιαζότανε να στείλει εδώ έπαρχο το Θώμο. Αυτός ήταν ο λόγος που όταν άλλαζε η κυβέρνηση, από την πόλη εδώ κοντά στον ποταμό έπαιρνε τις περσότερες φορές το φύσημά του ο έπαρχος Κρανιάς. Μα τη φορά αυτή δεν μπόρεσε η αργατιά να στείλει στη βουλή τον ξάδερφο κι αντίς το φύσημα που πρόσμενε, έλαβε ξαφνικά την πάψη του.

Αυτού απάνω βρέθηκε σωτηρία η κούλια του Σουλιώτη καπετάνιου. Στις δυο της κάμαρες έπρεπε να στριμωχτεί όπως όπως η φαμελιά κι η πρώην επαρχίνα να στήσει στο κατώγι τον αργαλειό για τα προικιά της Φρόσως. Ήτανε ο αργαλειός, όπου ύφανε η μάνα της και τα δικά της προικιά κι η επαρχίνα τον κουβαλούσε χρήσιμο θυμητικό, όπου πήγαινε.

Έτσι τους βρήκε η άνοιξη κάτω από σκεπή δική τους. Όσο κι αν ήτανε στενά εκεί μέσα, όμως ήτανε ο αέρας καθαρός και το απόμερο κι η μοναξιά σαν παραγγελμένα για να τρέχουν τα παιδιά ξυπόλυτα και να γλυτώνουν τα παπούτσια κι η πρώην επαρχίνα να κάνει μόνη με τη Φρόσω όλες τις δουλειές δίχως να τις βλέπει μάτι.

- Καλά βολευτήκαμε, συλλογιζόταν ο Θώμος Κρανιάς ενώ ξανάνιωνε τον κήπο και μια θλίψη έσμιγε μέσα του με τη χαρά της ώρας, που θ’ άλλαζε η κυβέρνηση και θα τον ξανάριχνε στο σήκω-απίθω.

Η κυβέρνηση δεν άργησε ν’ αλλάξει ο Θώμος Κρανιάς ήρθε τρεχάτος ένα βράδυ στον πύργο με το μήνυμα κι η κυρα-Θώμαινα άρχισε την άλλη μέρα να σιγοετοιμάζεται. Ο δισταγμός ήτανε μόνο αν τα μπαούλα θα δεθούνε για μακρινό ταξίδι η μονάχα για το επαρχείο μέσα στην πόλη.

Απάνω αυτού όμως ήρθε το ανέλπιστο. Η νέα κυβέρνηση κατάργησε τα επαρχεία κι ο Θώμος Κρανιάς έπρεπε να στρέξει να πάει γραμματικός σε νομαρχία.

- Γραμματικός! Αδύνατο! φώναξε και ξαναφώναξε, ενώ η γυναίκα του μουρμούριζε:

- Να ’τανε κάνε διαυτεντής!

Το γράψανε του ξαδέρφου και προσμένανε. Μα όσο έπεφτε το μάτι στα πόδια των παιδιών και στα σύννεφα, που όλο και χαμηλώναν από τα βουνά, όσο έπαιρνε να δυναμώνει το βορια­δάκι της ποταμιάς κι ο μπακάλης να στέλνει να ζητά συχνό­τερα όσα του χρωστούσαν, άρχισε κι η κυρα-Θώμαινα να πέφτει.

Μα η δυσκολία δεν ήτανε μόνο στο πως θα ’πεφτε η μύτη. Κάθε φορά που κόντευε να πείσει τον άντρα της, έβγαινε κεί­νος με το πρόβλημα:

Δίχως νοίκι τζάμπα πια, δίχως τυχερά, δίχως πεσκέσια πώς θα τα βγάλουν πέρα έξι νομάτοι με το μιστό ξερό;

Η γνωστικάδα της κυρα-Θώμαινας ξαναβρήκε τη λύση: Να πάει ο άντρας της μοναχός στη θέση του. Αυτή και τα παιδιά με τα λιγοστά που θα τους στέλνει θα οικονομηθούνε καλύ­τερα εδώ στην ερημιά παρά στην πολιτεία όπου θέλουνε λούσα, φορέματα, σπίτι καλό και χώρια δούλα. Εκεί πρέπει να φαίνουνται καθώς αξίζει στη θέση τους και στ’ όνομα της φαμελιάς. Εδώ συνήθισαν, εδώ, όπως και να ζούνε, τους ξέρει και τους τιμά όλος ο κόσμος.

Ο Θώμος Κρανιάς αναγνώρισε τη λογική και με καρδιά θλιμμένη παράτησε τον πύργο του ακροπόταμου και το σκάλισμα στον κήπο.

Ο χωρισμός δεν ήταν και για τη γυναίκα του λιγότερο πι­κρός κι ήρθανε στιγμές που μετάνιωσε για την απόφασή της. Μα οι λόγοι που έφερνε στον άντρα της δεν ήταν οι μόνοι που την κάμανε να πάρει τέτοια απόφαση.

Η κυρα-Θώμαινα είχε στο νου της και κάτι άλλο· το ίδιο πράμα που την έκαμε πρωτύτερα να προτιμήσει τη στενή κούλια του Σουλιώτη από την απλοχωριά του αρχοντικού της αδερφής της στο χωριό. Ένα πλουσιόπαιδο του τόπου εδώ τριγύριζε τη Φρόσω από καιρό, από τότε που κατοικούσαν ακόμα στο επαρχείο. Στο πρώτο δεν της άρεσε της μάνας. Η σειρά της θυγατέρας της δεν ήτανε να κρεμιέται στα παράθυρα. Τη φοβέριξε πως θα της κόψει τα μαλλιά, πως θα βάλει τον πατέρα της να τη λιανίσει, μια μέρα κιόλας που την ξαδιαντράπηκε της άστραψε η ίδια δυο τρεις στα μάγουλα. Μα σιγά σιγά ήρθε δίχως να το νιώσει σε λογικότερο στοχασμό: Αν η κόρη της δεν κοιτάξει μοναχή της, θα της βρει τον άντρα; Θα τόνε βρει ο πατέρας της στον καφενέ ή θα ’ρθουν από μοναχά τους τα πριτζηπόπουλα να τη γυρέψουν; Τ’ όνομα της φαμελιάς της τίμιο είναι βέβαια κι ακουσμένο κι η κόρη της νοικοκυρά και κοντά στ’ άλλα κι όμορφη, μα καθώς κατάντησε ο καιρός μας όλοι οι γαμπροί ρωτούνε πρώτα πόσα έχει η νύφη. Κι η κόρη της πού να τα βρει; Από το καζάντι του πατέρα της με το επαρχιλίκι, ή από τις πέντε δέκα πεζούλες, που έχει προίκα της η μάνα στο χωριό; Άλλο δεν της μένει λοιπόν παρά πως να μπερδέψει κάποιον με την ομορφιά της και να σιγουρευτεί. Δύσκολα χρό­νια. Οι άλλες δυο κατόπι της αξαίνουνε με το φουρκίδι.

Έτσι στοχαζόταν η κυρα-Θώμαινα κι άρχισε να κλείνει τα μάτια στο αργολάβισμα της κόρης της. Κάποιους φόβους που είχε για το σκοπό του νιου που την τριγυρνούσε, τους σκόρπισε η απόκριση μιας φιλενάδας της, μιας προεστής, που την έβαλε να τον ξετάξει απόξω απόξω:

- Το παιδί έχει καλό στο νου του, ζουρλαίνεται για την επαρχοπούλα και καρτερεί μονάχα να γένει δικαστής κι απέ να τη γυρέψει τίμια από τον πατέρα της. Τώρα φοβάται κιόλας μη δεν του τη δώσει.

- Μη δεν του τη δώσει! είπε μέσα της η επαρχίνα, μα δεν το ξεστόμισε. Η υπεροχή στο σόι της κόρης της, που αναγνώριζε το τέκνο του μπακάλη μ’ όλα τα πλούτη του, της ξύπνησε μέσα της την αρχοντική περηφάνια κι αυτό την έκαμε να πά­ρει αέρα και να μουρμουρίσει μόνο:

- Σαν έρθ' η ώρα, τον πατέρα της τον καταφέρνουμε.

Και περιμένοντας την ώρα αυτή άφησε τον άντρα της να φύ­γει μοναχός. Πολλές φορές στοχάστηκε να του το πει, να μοι­ραστεί μαζί του την ωραία ελπίδα, μα τον πειρασμό τον νίκησε πάντα η ιδέα πως θα ’ρθει καλύτερα, αν τον ξαφνίσει με τελειω­μένο πράμα. Η κυρα-Θώμαινα δεν αγαπούσε τα μπερδέματα. Όσο κι αν ήξερε πως ο άντρας της δεν παρανακατεύεται με γυναί­κειες δουλειές, ωστόσο «τι τα θες και τα γυρεύεις, ο άνεμος έχει πολλά ποδάρια», στοχαζότανε πάντα και σώπαινε και περίμενε.

Μα η μοίρα άλλα λογάριαζε. Απάντεχα, πριν να περάσει χρόνος που χωρίστηκε από τον άντρα της, άξαφνος θάνατος τη χώρισε από τα σχέδια και τα όνειρά της.

- Μάνα, μην μπαίνεις στα νερά κι εισ’ ασυνήθιστη· δεν είναι καλοκαίρι ακόμα, την παρακάλεσε η δόλια η Φρόσω, σαν την είδε που έπιασε να σφουγγαρίσει μονάχη μεσοχείμωνα.

Μα ερχότανε γιορτές και περίμεναν κιόλας τον πατέρα. Κι έτσι ο Θώμος Κρανιάς, μόλις πρόφτασε το ξόδι της. Τόσο γοργά έκαμε το θάμα της η πούντα της ακροποταμιάς.

Κοντά στη θλίψη της χηριάς ξαναβρέθηκε ο Θώμος Κρανιάς μπροστά στο πρόβλημα: Τι να κάμει τα ορφανά; Να τα πάρει μα­ζί του, δύσκολο· να τ’ αφήσει μόνα τους, αποκλεισμένο. Η αδερφή της μακαρίτισσας, που είχε τρέξει στο ψυχομάχημά της από το χωριό, τον έβγαλε από τη στενοχώρια. Προσφέρθηκε να μείνει αυτή προσωρινά με τα παιδιά. Παρηγοριά ανέλπιστη. Μαζί της έμενε στον πύργο κι η σύνταξή της, σύνταξη χήρας λοχαγού. Κι έτσι ο Θώμος Κρανιάς ξαναχωρίστηκε από τα ορφανά του με την καρδιά διπλά ησυχασμένη.

Σε καλά χέρια τ’ άφηνε. Η θεια τους ήτανε γυναίκα όπως την ήθελε. Αν και παντρεμένη είκοσι χρόνια με αξιωματικό, έμεινε στην παλιά συνήθεια και δεν άφησε το σπίτι στο χωριό για ν’ ακολουθήσει τον άντρα της στις πολιτείες. Έτσι απόμεινε η αυστηρή απελέκητη χωριάτισσα, η νοικοκυρά, το άγρυ­πνο μαντρόσκυλο που χρειαζότανε τ’ ορφανεμένο σπίτι.

Όσο ήτανε ζωντανή η γυναίκα του, ο Θώμος Κρανιάς δε σκοτίστηκε ποτέ για τη φαμελιά του. Όχι πως δεν αγαπούσε τη γυναίκα του, ή πως η καρδιά του δεν ένιωθε την πατρική χαρά, μα την έννοια του σπιτιού την είχε όλη απάνω της η μακαρίτισσα. Αυτός είχε σκοτούρες άλλες. Το επαρχείο, την πολιτική την αργατιά από τα βουνά του κι ακόμα μεγαλύτερη τον κα­φενέ. Ζιαφέτα και χαρτιά ήταν αδυναμίες του μεγαλύτερες από τις σπιτικές μικροχαρές. Είν’ αλήθεια πως με πολλή όρεξη έτρωγε το μπορέκι από τα χέρια της κυρα-Θώμαινας, μα με περσότερη ξεψάχνιζε μια πλάτη αρνιού σε συντροφιά φίλων· μ’ ευχαρίστηση ρουφούσε το κρασί του ζεσταμένο στην πύρα της γωνιάς του επαρχείου, δίπλα στο νυχτέρι της γυναίκας και της κόρης του, χαδεύοντας στα γόνατα του το μικρό Γεσίλα, ωστόσο σα ν’ ανάσαινε η καρδιά του με πιο απόλαψη μέσα στους πνιγερούς καπνούς ενός στενού καμαρινιού στον καφενέ, όταν εύρισκε το ρήγα του μια τέταρτη και σήκωνε την μπάγκα. Το συχνότερο ήτανε πως δεν την εύρισκε κι η μακαρίτισσα το μάντευε την άλλη αυγή από το χαλασμένο κέφι του.

- Δε συλλογιέσαι τα παιδιά, καημένε, τον γκρίνιαζε.

Μα αυτός γελούσε: «Βίτσιο αρχοντικό», της απαντούσε· «το κληρονόμησ' από τον πατέρα μου μαζί με το σόι. Και συ γι’ αυτό το σόι με πήρες, όχι για το καζάντι μου».

Με το σόι δικαιολογούσε πάντα κάθε παραπάτημά του ο Θώμος Κρανιάς. Ήξερε τι σεβασμό του είχε η γυναίκα του και το άδραζε κάθε φορά. Εκείνη ήξερε πάλι την κάθε αδυνα­μία της γενιάς του αντρός της και δεν τον άφηνε από το κοντό. Δεν ήτανε μόνο τ’ όνομα της κυρά επαρχίνας, που την έκανε να τον ακολουθά μαζί μ’ όλα τα τσούρδελα και τον αργαλειό της μάνας της παντού όπου τον πετούσε η υπηρεσία. Κι αν τον άφησε στα τελευταία να φύγει μοναχός, θαρρούσε πως τα χρό­νια του γιατρέψανε πια μιαν άλλη αδυναμία της γενιάς του, μιαν αδυναμία που της θόλωνε την ευτυχία περσότερο από την τρά­πουλα. Κι αν έκλεισε σ’ αυτή τα μάτια σ’ όλη τη ζωή της, ο λόγος ήτανε γιατί την έριχνε με τα σωστά στο σόι. Η χωριάτικη αρχοντιά του τόπου της την είχε συνηθίσει, της είχε ριζωμένη μέσα της μια πίστη σα σε νόμο φυσικό, πως το σόι πρέπει να το παίρνει κανένας όπως είναι, μ’ όλα τα καλά και τα κακά του, μ’ όλες τις αρετές και τα ψεγάδια.

Όσο για τον άντρα της, αυτός δεν έδωσε ποτέ του σημασία πολλή στο σόι, τουλάχιστο ανώτερη από την πραχτική. Όσο ήταν έπαρχος, η θέση του ασφάλιζε την καλοπέραση που γύ­ρευε μονάχα στη ζωή· σαν ερχόταν η πάψη, τότε γύριζε στο σόι που του χρειαζότανε για τον ψωμά και τον μπακάλη. Τώρα όμως που χήρεψε, τώρα που ήτανε ν’ αφήσει πίσω τα ορφανά του, το ξαναθυμήθηκε. Του φαινότανε πως το άφηνε κοντά τους σα φύλακα και παραστάτη. Το σόι του Κρανιά δεν ήτανε ντόπιο βέβαια στην πόλη κοντά στον ποταμό, μα πάλι ούτε κι ολότελα άγνωστο. Η αργατιά, που ξεχείμαζε στον κάμπο και δεν έπαψε ποτέ να προσκυνά την αυλόπορτα του πύργου, ήτανε το μεγαλύτερο σημάδι του, κι αρχοντιά και πλέμπα εδώ στην πόλη δεν μπορούσανε να μην το σεβαστούν.

Και αληθινά ο Θώμος Κρανιάς δεν είχε άδικο να βασίζεται σ’ αυτό. Η γυναικαδέρφη, που έμεινε με τα παιδιά, δεν έλαβε αφορμή να επιθυμήσει τις τιμές και τις φροντίδες που παρά­τησε στο χωριό. Ούτε η παλιόκαπα του τόπου της, ούτε οι προεστές της πόλης κοντά στον ποταμό την αφήσανε μοναχή στη θλίψη της· οι εννιά, οι σαράντα και το ξάμηνο της επαρχίνας μοιρολογηθήκανε, όπως κι η θανή της, από τις καλύτερες νοι­κοκυρές του τόπου, καμιά δεν έλλειψε να μη συλλυπηθεί και να παρηγορήσει με τη συνοδειά της τον πύργο του ακροπόταμου. Κι όσο για την καθημερινή ζωή εκεί μέσα, ο πύργος σα ν’ άλλαξε μόνο κυρά και τις κουρτίνες, που βαφήκανε μαύρες για τη λύπη της μακαρίτισσας. Όλα τ’ άλλα ξακολουθήσανε το συ­νηθισμένο δρόμο τους. Η σούπα δεν έπαψε ν’ αυγοκόβεται με τις αγουρίδες της κληματαριάς, ο Γεσίλας να κυνηγά τα σπουρ­γίτια ολόγυρα στις φράχτες, η Μαριώ κι η Κούλα να μη μαζεύουνται από τη γειτονιά κι η Φρόσω να παραμονεύει πίσω από την κουρτίνα το πέρασμα του πλουσιόπαιδου.

Η άνοιξη ξαναήρθε, τα πουλιά κελαδούνε στη μελικοκκιά κι η λαγκαδιά της ποταμιάς γέμισε γαλάζιους ίσκιους. Μαζί τους σέρνεται κει κι ο ίσκιος του πλουσιόπαιδου. Η Φρόσω έλπιζε τώρα πως με τη μαύρη φορεσιά και τη χλομάδα της ορφάνιας θα το αποτρέλαινε και θα το ανάγκαζε να δώσει γλήγορα ένα τέλος.

Η θεια τη βοήθησε. Να κάθεται να κεντά στον κήπο κάτω από τον ίσκιο της μελικοκκιάς πρι να χρονιάσει η μάνα δεν την άφηνε, όμως να πλένει στο γιαλό την έστελνε. Η σύντα­ξή της δεν έφτανε για να πληρώσει πλυστικά κι η δουλειά για τη χωριάτισσα δεν είχε ούτε ντροπή ούτε λυποκράτημα.

Η Φρόσω πετούσε κάτω εκεί τη μαύρη σκέπη κι άφηνε να στράφτουνε στον ήλιο τα μαλλιά.

«Κι έφεγγε ο γιαλός κι έλαμπε ο τόπος»

Η σχολάρχαινα άκουσε πρώτη απόμακρα το νυχτερινό τρα­γούδι του πλουσιόπαιδου κι έτρεξε ν’ ανοίξει τα μάτια της χωριάτισσας. Μα ήταν αργά. Τ’ απόμερα της ποταμιάς είχαν προδώσει στη γειτονιά το μυστικό. Μια πολύτροπη γριά βάλθηκε γλήγορα να το σκεπάσει να μη βγει στο φως. Ωστόσο ψιθυρίστηκε και μέσα στην πόλη και το πλουσιόπαιδο χάθηκε κείθε ξαφνικά.

Η θεια κλείδωσε τη Φρόσω στο κατώγι. Της έκοψε τα μαλ­λιά, την ξιπόλυσε και περίμενε να ’ρθει ο πατέρας να της χαρακώσει και να της αλατίσει τα ψαχνά. Μόνο με δικό της δάρσιμο δεν έσβηνε η ντροπή.

Είναι αλήθεια πως αυτή δεν ήταν πρωτόλουβη στη γενιά. Δεν είχε ανάγκη να της το θυμίσει η σχολάρχαινα, που τώρα λυπότανε τη Φρόσω και γύρευε να μαλακώσει τη χωριάτισσα.

Η χωριάτισσα δεν ξέχασε πως κι η ίδια η Φρόσω παρά­στεκε κάτι περσότερο από πνεύμα την ώρα που ευλογούσε ο παπάς το γάμο των γονιών της. Ωστόσο η τωρινή περίσταση δεν είναι η ίδια. Ο Θώμος Κρανιάς είχε το φόβο πως, μ’ όλο το σόι του και το μαύρο το μουστάκι, ο δήμαρχος Φασίτσας δεν τον έκανε και τόσο χάζι για γαμπρό και γύρευε ν’ ασφαλιστεί. Δεν έγινε άφαντος. Και τέλος ο Θώμος Κρανιάς ήτανε το εγγόνι του προεστού Κρανιά, ο γιος του φαλαγγίτη ταγματάρχη, που είχε το κορμί σπαρμένο βόλια, τα δάχτυλα φαγωμένα από το μπαρούτι κι όχι αργασμένα από τα τυριά και βρόμικα από τις σαρδέλες, σαν τον πατέρα του ξεπλανευτή της Φρόσως.

Το τελευταίο αυτό αγριεύει περσότερο την καπετάνισσα. Να γινότανε η ντροπή στο σύνορό της ο άνομος δε γλίτωνε εύκολα. Μα εδώ στον ξένο τόπο τι μπορεί να κάνει; Η αργατιά του τόπου της ξέρει μονάχα να την παρακαλεί να στέλνει στον εισπράχτορα και στον ειρηνοδίκη. Εκείνοι, που είναι για να εκδικούνται τους αρχόντους τους, δεν αργατεύονται με το τσαπί, ούτε φυλάν κοπάδια· τα δεκατίζουνε μονάχα.

Η σχολάρχαινα κι η υπομοιραρχίνα πολεμούνε να την παρη­γορήσουν:

«Σαν έρθει ο Κρανιάς, θα λογαριαστεί σαν άρχοντας με τον παλιό μπακάλη».

Τέλος την κατάφεραν κι έβγαλε από το κατώγι την ανιψιά. Μα δεν της έβγαλε και τα κουρέλια από το κορμί, δεν της έδωσε ούτε τα ποδήματα, ούτε θέση στο τραπέζι.

Θέλει να το βλέπει ο κόσμος πως η αρχόντισσα δεν δέχεται την ατιμία. Έτσι τιμώρησε μια φορά την αδελφή της κι ο δή­μαρχος Φασίτσας. Για τη συχωρεμένη πέσανε τότες οι δικοί κι η οργή του πατέρα πράυνε κι έδωσε τέλος την ευχή του στο στεφάνωμα με το γιο του φαλαγγίτη ταγματάρχη.

Η Φρόσω ξέρει καλά πως η θεια θα ’τανε πιο πρόθυμη από το μακαρίτη τον παππού της να στρέξει σε παρόμοιο τέλος και στη δική της περίσταση, όμως ένα τέτοιο τέλος δεν της περνά στο νου μήτε σαν όνειρο. Νιώθει καλά πως το πλουσιόπαιδο χάθηκε για παντοτινά. Κοιτάζει μόνο πως να γλιτώσει από τη χωριάτισσα κι από το μικρό Γεσίλα, που άρχισε να αιστάνεται κι αυτός την προσβολή και να της τη φωνάζει, αν δεν τον προλάβει με μια κουταλιά γλυκό, μια φούχτα μύγδαλα ή ένα δίλεπτο κλεμμένο με καρδιοχτύπι από το κομπόδεμα της θειας. Και περιμένει τον πατέρα να ’ρθει να τη σκοτώσει, όπως τη φο­βερίζουν όλοι κάθε μέρα.

Όταν ήρθε τέλος μια λαμπρή στον πύργο του ο Θώμος Κρανιάς, η χωριάτισσα ξαφνίστηκε. Όχι μόνο δεν έβρισε και δεν έδειρε την κόρη του, μα την αγκάλιασε κιόλας εκεί που τον προσδέχτηκε κάτω στην αυλόπορτα.

Η χωριάτισσα περίμενε τον γαμπρό της να ’ρθει να τρίξει δόντια και να σπάσει κόκαλα, να γυρέψει ακόμα λόγο κι από αυτή την ίδια πως έκλεισε τα μάτια κι άφησε τη ντροπή να μπει στο σπίτι του. Και τώρα βλέπει μπροστά της έναν πατέρα αδιάφορο, έναν άρχοντα δίχως οργή και δίχως δίψα να εκδικη­θεί ένα γιο μπακάλη, που ατίμασε και καταφρόνεσε το σόι του.

Δεν ξέρει πως να το εξηγήσει. Του κάκου περιμένει να της κάμει λόγο πρώτα εκείνος. Περνούν οι μέρες κι ο Θώμος Κρανιάς σωπαίνει.

Η σχολάρχαινα πιστεύει πως θα ’χει στο νου του κάνα σκέδιο και δε θέλει να το φανερώσει.

«Δε μπορεί· μίλησε με τον πατέρα του παιδιού και του ’ταξε πως θα την πάρει κι ησύχασε». Είναι βέβαιη κι η υπομοιραρχίνα.

Μα η χωριάτισσα δεν ησυχάζει.

«Θα του πιάσω πρώτη εγώ κουβέντα»· αποφασίζει κάθε μέρα. Όμως η γλώσσα της δε λύνεται. Τόνε φέρνει αποδώ αποκεί του μιλεί για το αγόρι του που άρχισε να μπιρμπαντεύει, για τις μικρότερες που δε μαζεύουνται από τη γειτονιά. Από το σοκάκι της Φρόσως φοβάται να περάσει. Ο λόγος έρχεται στα χείλη της, όμως δε βγαίνει. Γιατί σα να μη θέλει να βγει κι από το νου της πως κι αυτή δεν έκαμε το χρέος της, δεν είχε τέσσερα τα μάτια στο θηλυκό της αδερφής της.

Κι έτσι περνούν οι μέρες. Ο γαμπρός της πάει κι έρχεται στον καφενέ κι η χωριάτισσα κλαίγεται στις φιλενάδες για την ξενοιασιά του.

Η Φρόσω, αντίς το θάνατο που πρόσμενε να της έρθει με τον πατέρα, αντίκρισε στην όψη του κάτι που το θαρρούσε χαμένο, αγύριστα. Η ζωή της σα να είχε σβήσει για παντοτινά θαμμένη μέσα στο κατώγι και στη μαύρη σκέπη, που φορεί ακόμα από το θάνατο της μάνας· από κάτω της δεν έκρυψε μονάχα τα κομμένα μαλλιά και τα στεγνωμένα μάγουλα, μα και κάθε χαρά και γέλιο.

Και τώρα ξαφνικά ο πατέρας της φέρνει έν’ απόλαμπο ιλαρό κι ανέλπιστο. Το χαμόγελο που έχει πάντα στα χείλη του γι’ αυτή, το μάτι του, που πέφτει απάνω της γεμάτο αγάπη, κάνουν και τα δικά της χείλη να γελάσουνε μια στιγμή κι η λα­λιά της σα να βρίσκει στο πλευρό του έν’ απόφωνο από τον παλιόν αχό της.

Ξαφνίζεται από αυτό κι η ίδια. Σιγά σιγά θαρρεί κι αρχίζει να ξαναζεί. Στην ψυχή της ανοίγεται μια αγάπη απέραντη, πιο απέραντη από τη θλίψη της κι ωστόσο της φαίνεται πολύ μικρή, πολύ στενή να κλείσει μέσα τον πατέρα. Τα μάτια του θέλει να βλέπει πάντα, τη φωνή του θέλει ν’ ακούει πάντα. Την αυγή τον περιμένει με καρδιοχτύπι να ξυπνήσει, το μεσημέρι λαχταρά πότε ν’ ακούσει το πάτημα του στην αυλόπορτα, το δειλινό σαν να ξαναγνωρίζει την άνοιξη ένα γύρο του στον κήπο. Μαζί του ήθελε να ’ναι όλη την ώρα, να τρέχει πάντα πίσω του, σα να ξανάγινε μικρό παιδί.

Ωστόσο κάτι την κρατά, κάτι τη φοβίζει να μείνει μαζί του μοναχή. Πίσω από το γέλιο του, από το βλέμμα το γεμάτο αγάπη σα να σηκώνεται ένα σύννεφο από έννοια κι από θλίψη, ένα σύννεφο που μόνο αυτή το βλέπει και το φαντάζεται πως είναι ο αχνός της πίκρας, που του στάλαξε στην καρδιά η ντροπή κι η μοίρα της κι έτσι η ευτυχία, που αιστάνεται στο πλάγι του, θολώνεται κι αυτή. Για να σκορπίσει αυτό το σύννεφο από το μέτωπό του ένας τρόπος είναι μόνο, εκείνος που θα ημέρωνε και τη θεια, θα ησύχαζε τον κόσμο και θα ξανάδινε κι αυτής της ίδιας την τιμή και τη ζωή. Μα το γνωρίζει, αυτό είν’ αδύ­νατο.

Και σωριάζεται στην πόρτα του κατωγιού και κλαίει πιο πολύ για τον πατέρα παρά για τον εαυτό της.


Η θεια ετοιμαζότανε να πάει στην εκκλησιά. Ήτανε μεγάλο Σάββατο κι η Φρόσω θα σφουγγάριζε τον πύργο.

- Τι στέκισι, τι μιρμιρί’ εις; Πάει η ώρα γιόμα, γκρίνιαξε η χωριάτισσα, όταν είδε την ανιψιά να τρίβει ξέκαρδα το πάτωμα.

Η Φρόσω φοβότανε μην ξυπνήσει τον πατέρα, που κοι­μόταν ακόμα στην άλλη κάμαρα, και δεν έβαζε δύναμη στο πόδι.

- Σκρόφα, θα μι κουλά’ εις. Του ξέρ’ ς, θα μιταλάβου σήμιρα, ξαναφώναξε η θεια βλέποντας πως η Φρόσω δεν άκουε το λόγο της· συντάρχα, σου ’πα· πάρ’ τα ξιρά σ’.

Ήθελε να γίνεται ο λόγος της δίχως αντιλογία κι άργητα, όταν κιόλας εκείνος που προσταζόταν ήταν η Φρόσω.

Μα η Φρόσω επίμενε να τρίβει σιγαλά κι αργά, χωρίς να λέει την αφορμή. Γνώριζε πως η θεια δεν έβλεπε με καλό μάτι τα συμπόνια της με τον πατέρα.

Η χωριάτισσα άναψε:

- Τήρα η στρίγκλα, δε γρικάει!

Ήξερε πως σαν καλή χριστιανή δεν έφτανε να μη βάλει τί­ποτε στο στόμα της σήμερα πριν πάει να κοινωνήσει έπρεπε κιόλας να μη βγάλει λόγο κακό από αυτό. Μα η Φρόσω την είχε φουρκίσει κι η κοινωνία της πήγαινε χαμένη.

- Κιφάλι αγύρ’ γου· σ’ έβαλ’ ου τρισκατάρατους να μ’ αλ’ κουτή’ εις; Η οργή της άναψε περσότερο και το χέρι της, γυμνασμένο καθώς ήτανε, ξάμωσε να χτυπήσει.

Η Φρόσω κάνοντας να φυλαχτεί γλίστρησε στο βρεμένο πάτωμα κι έπεσε χάμω. Μα με το γλίστρημα ένα ξεσκίδι από τη σκούπα, όπου πατούσε, της τρύπησε τη φτέρνα.

- Φρόσω, Φρόσω!, ακούστηκε άξαφνα από μέσα η φωνή του Θώμου Κρανιά.

Η χωριάτισσα έφυγε σωριάζοντας κατάρες κι η Φρόσω ση­κώθηκε και χύμηξε στην πόρτα, απ’ όπου πίσωθε έκραζε ο πατέρας.

- Παιδί μου, είπε ο Θώμος Κρανιάς ανασηκωμένος στο κρεβάτι με τα μάτια θαμπωμένα από τον ύπνο.

Η όψη της κόρης του, όπως στάθηκε μπροστά του βρεμένη, πονεμένη, κίτρινη τόνε φόβισε.

- Τι έπαθες; τι κλαις; είπε ξανά κι άπλωσε τα χέρια.

Η Φρόσω σκέπασε με τα δικά της το πρόσωπο κι έπεσε στην αγκαλιά του.

- Πες μου, τι κλαις;

Και γύρεψε ο πατέρας να της πάρει τα χέρια από το πρόσωπο.

Μα η Φρόσω τα ’σφιγγε πιο δυνατά· σωριασμένη απάνω του άφησε λεύτερα μόνο τ’ αναφιλητά της. Ο πατέρας τα ’χασε.

- Παιδί μου, τι έχεις; μουρμούριζε και πολεμούσε ν’ ανα­σηκώσει το κεφάλι της.

Μια στιγμή το μπόρεσε με κόπο και κόρη και πατέρας αντικριστήκανε στο φως που έριχνε ο ήλιος μέσα στην κάμαρα από μια σκισμάδα του παραθυριού.

Ο πατέρας έκαμε να της φιλήσει το μέτωπο, μα η Φρόσω σα να μη βάσταξε το βλέμμα του ξανάκρυψε στην αγκαλιά του το πρόσωπο και τ αναφιλητά της ξαναπνίξανε το στήθος.

- Πατέρα μου, συμπάθα με, συμπάθα με, της λύθηκε τέλος η φωνή τη στιγμή που τα χείλη του πατέρα ακουμπούσανε στα μαλλιά της.

Ο πατέρας δεν πρόσμενε το λόγο. Ξυπνημένος πριν απάνω σε ήσυχο όνειρο από τις φωνές της χωριάτισσας, έκραξε τ’ όνομα της κόρης του σαν απ’ ορμή ασυναίσθητη. Κατάλαβε ποιόνε μαρτύρευε η χωριάτισσα και τόνε φώναξε να τον παρηγορήσει.

Και τώρα της κόρης του τα λόγια του θυμίσαν άξαφνα πως είχε γονατιστή μπροστά του μια μετανοιωμένη αμαρτωλή. Η καρδιά του αποσυντρίφτηκε:

- Ό,τ’ έγινε έγινε· λησμόνα το, μουρμούρισε σκυμμένος απάνω στο κεφάλι της, μην έχοντας πια τη δύναμη να το σηκώσει.

Η Φρόσω μια κι η καρδιά της άνοιξε, μια και ξεστόμισε το λόγο που της βάραινε τα στήθη, ήθελε να χύσει μέσα στην πατρική αγκαλιά και τη στερνή σταλιά του πόνου της.

- Λησμόνα το, λησμόνα το, ξαναμουρμούρισε ο πατέρας χαδεύοντας το κεφάλι της·

Κι η κόρη του αυτό ήθελε· να λησμονήσει ό,τι έγινε. Με τα ξεσκίδια της παλιάς ζωής να πλέξει μια καινούργια ήσυχη και ταπεινή στην άκρη της, πλημμυρισμένη από την αγάπη και την αφοσίωση στον πατέρα, τριγυρισμένη από τη λησμονιά της αμαρτίας, φωτισμένη από μιαν αχτίδα συχώρεσης κι ελεη­μοσύνης. Τη λησμονιά και τη συμπόνεση λαχτάριζε η ψυχή της και φιλούσε και πότιζε με δάκρυα τα χέρια που τη σκουπίζανε.

Άξαφνα όμως άκουσε μια φωνή που έκραξε τ’ όνομά της. Μια στιγμή νόμισε πως ερχότανε από τα τρομαγμένα σπλάχνα της. Μα όταν την ξανάκουσε, τη γνώρισε καλά· Σα να ξύπνησε μεμιάς απ’ όνειρο, πετάχτηκε και θέλησε να τρέξει προς τη φωνή. Όμως δεν μπόρεσε. Μια κεντιά στην πληγωμένη φτέρνα την κάρφωσε στον τόπο της.

- Πατέρα, πάρε με μαζί σου, δε βεστάω άλλο δω, φώναξε και του αγκάλιασε τα γόνατα και πάλι με αναφιλητά.

Ο πατέρας την ξανάσφιξε στο στήθος.

- Σώπα, παιδί μου, σώπα, μουρμούρισε πολεμώντας να την ησυχάσει.

- Πατέρα, πάρε με, θα πεθάνω δω μέσα, ξαναπαρακάλεσε πνιγμένα η Φρόσω.

- Που είναι τ’ νε η θιόβριτ’; Μουρή, μουρή!, ακούστηκε πάλι η φωνή της χωριάτισσας τώρα κοντύτερα, από την πόρτα της άλλης κάμαρας.

Κι έτσι ο πατέρας δεν πρόφτασε ν’ αποκριθεί...

… … … … …

Η Φρόσω ξανάπιασε το σφουγγάρισμα κουτσαίνοντας κι ο Θώμος Κρανιάς κατέβηκε ύστερα από λίγο με συννεφιασμένο πρόσωπο στον καφενέ.

Η σιγόντα όμως, που βρήκε κει στο πικέτο, τον έφερε το μεσημέρι πάλι γελούμενο στην κούλια. Κι η Φρόσω ξέχασε κι αυτή τον πόνο στην όψη του πατέρα.


Ο Θώμος Κρανιάς είχε ξεχωριστή αγάπη στη μεγάλη κόρη του από τον καιρό που ήτανε μικρή κι όταν έμαθε το πάθημά της η ψυχή του πόνεσε βαθιά. Κι η ντροπή, που του έγινε στο σπίτι, δεν του πλήγωσε λιγότερο και τη φιλοτιμία.

Το πρώτο που σκέφτηκε ήτανε να τρέξει να βιάσει τον ατιμαστή να διορθώσει το κακό. Μα η πράξη δεν είν’ εύκολη σαν το στοχασμό. Ο Θώμος Κρανιάς το γνώριζε κι αυτού ξεχώριζε από τη γυναικαδέρφη του. Οι φούριες δεν του αρέσανε κι ήξερε πως στην περίσταση αυτή η βία κι οι φοβέρες δεν πιάνουν τόπο. Πρώτα έλειπε ο άνθρωπος που θα τις έκανε. Νταλματζήδες και τσολιάδες είχανε τα βουνά του τόπου του, άλλο καλό· μα ποιος θα πήγαινε να τους εύρισκε; Ή λες θα τους έστελνε ο ξάδερφός του; Εκείνος από τον καιρό που καταργηθήκανε τα επαρχεία και δεν μπορούσε να τον έχει πια στην πόλη κοντά στον ποταμό, ούτε τόνε νοιάζεται άλλο· τον άφησε γραμματικό εκεί στο λασπότοπο της Θεσσαλίας.

Το μέτρησε λοιπόν το πράμα έτσι κι αλλιώς κι είδε πως δεν του μένει άλλο απ’ τον καλό τον τρόπο. Ο πρώτος στοχασμός του ήτανε πάλι να ’ρθει στον πύργο μόνος του και με όλη τη ντροπή που του ερχόταν από τον κόσμο κι από τους φίλους του στην πόλη, θα το αποφάσιζε, αν η γυναικαδέρφη του δεν έβγαινε στο μεταξύ με την απαίτηση να ’ρθει να πάρει τα παιδιά ή του­λάχιστο μόνο τη ντροπιασμένη.

Αυτού τα έμπλεξε ο Θώμος Κρανιάς. Αυτό δεν ήτανε δυνατό να γίνει· με κανέναν τρόπο. Γιατί; Ίσια ίσια το γιατί αυτό ήθελε να ξεφύγει. Ανάθεμα μόνο την ώρα, που αποφάσισε να χωριστεί από τη μακαρίτισσα, έλεγε με πόνο μέσα του, και για να μην πονοκεφαλά να βρίσκει αφορμές, έγραψε πως θα ’ρθει αμέσως όταν του δώσει άδεια η υπηρεσία. Για ν’ αναπάψει όμως και τη συνείδησή του, έπιασε κι έγραψε και του πατέρα του νέου, που απάτησε την κόρη του, ένα γράμμα γεμάτο αρχοντική αξιοπρέπεια και πατρικό θυμό. Δεν του άφηνε κανένα δισταγμό πως από μέρος του θαρρούσε το συνοικέσιο σαν τελειωμένο. Ο παραλής μπακάλης, πάλι, αξιόπρεπος το ίδιο, δεν άργησε να τόνε βεβαιώσει με μια σύντομη απόκριση πως είναι και κείνος αγαναχτισμένος άλλο τόσο με την πράξη του γιου του και πως του μήνυσε να τρέξει να τη διορθώσει. Έτσι αλλαχτήκανε δυο τρία γράμματα ευγενικά και φιλικά και το πράμα έμεινε να μιληθεί προφορικά όταν ανταμώσουνε με το καλό. Μα μια από το φόβο μην η γυναικαδέρφη του ξαναβγεί με την απαίτηση να πάρει τα ορφανά μαζί του, μια γιατί δεν είχε στο χέρι πάντα τα έξοδα, το ταξίδι έμενε όλο και για παραπέρα. Κι αποφα­σίστηκε να γίνει τη λαμπρή αυτή, όταν περισσέψανε κάτι ψιλά από μια περιοδεία κι όταν πια νόμιζε πως στον πύργο κρύωσε το πράμα και πως η χωριάτισσα συνήθισε με την καινούργια κατάσταση.

Κι έτσι έγινε κιόλας· η χωριάτισσα δεν τόνε στενοχώρησε, όσο κι αν τρωγότανε και θύμωνε μαζί του μέσα της. Ο παραλής μπακάλης πάλι, όταν τον είδε που ήρθε, θυμήθηκε λαμπριά­τικα κάποιους παλιούς χρεοφειλέτες του ένα γύρο στα χωριά και χάθηκε από την πόλη. Κι έτσι ο Θώμος Κρανιάς πίστεψε πως θα φάει μ’ ησυχία το αρνί στην κούλια του, θα θυμηθεί με συντριμμένη καρδιά τη μακαρίτισσα και με αναπαμένη τη συνείδηση πως ξεπλήρωσε το πατρικό χρέος του στα ορφανά, θα ξαναγυρίσει στ’ άλλα του καθήκοντα στο λασπότοπο, όπου τον άφησε ο ξάδερφος του να κολλήσει.


Και τώρα βρήκε ξαφνικά τον κόμπο εκεί που δεν τον πρόσμε­νε και κει που του πονούσε αληθινά. Η μαραμένη όψη της κό­ρης του, θαμμένη μες τη μαύρη φορεσιά, του τρύπησε την καρ­διά μόλις την είδε που τον προσδέχτηκε δειλά, ταπεινωμένα στην αυλόπορτα του πύργου, η τραχιά ζωή της έπειτα εκεί μέσα, που του έπεφτε στα μάτια όσο κι αν το απόφευγε, του ξυπνήσανε στην ψυχή μαζί με τη συμπόνεση και κάποιο βάρος.

Αυτό μαζευότανε στο σύννεφο, που η Φρόσω έβλεπε στο μέ­τωπό του κι έριχνε την αφορμή όλη στον εαυτό της. Ο Θώμος Κρανιάς την ώρα που η κόρη του γονατιστή μπροστά του γύ­ρευε με δάκρυα να τη συμπαθήσει, δεν ένιωθε μόνο τον πόνο του πατέρα για ένα δυστυχισμένο τέκνο, μα κάτι πιο πολύ, κάτι που η κόρη του δεν το φανταζότανε. Αιστανότανε βαθιά πως κι αυτός ο ίδιος έπρεπε να γονατίσει μπροστά σε κάποιον ίσκιο και να του γυρέψει συχώρεση. Κάπως θολό ήταν αυτό το αίστημα, αξεδιάλυτο κι ομιχλιασμένο· του Θώμου Κρανιά δεν του πολυάρεσε ν’ αντικρίζεται κατάματα και με τους άλλους και με τον εαυτό του. Ήτανε το φυσικό του τέτοιο. Μόνο η συχωρεμένη που το γνώριζε καλά, μόνο η κυρα-Θώμαινα, αν ίσως ζούσε τώρα, θα μυριζόταν από την πρώτη στιγμή που πάτησε στο σπίτι ο άντρας της, τι πολεμά να σωπάσει μέσα του κι αυτός και ποιες αδυναμίες της γενιάς του ξυπνήσανε μακριά της. Όσο κι αν τις θαρρούσε φυσικές αυτές κι ο ίδιος, όσο κι αν δεν έκανε ποτέ του δοκιμή να τις νικήσει, πάντα η ψυχή του σήκωνε μιαν αδύνατη ανταρσία. Μα η ίδια πάλι ξανά­βρισκε μέσα της τη δύναμη και την έπνιγε. Γι’ αυτό δεν αγα­πούσε ο Θώμος Κρανιάς ν’ αντικρίζεται κατάματα με την ψυχή του· το αντίκρισμα θρέφει τον πόλεμο· η λησμονιά μόνο τον πνίγει. Και τη στιγμή που γύρευε να την απλώσει στη θύμηση της κόρης του, σα να ήθελε να ρίξει λίγες δίπλες της και στη δική του θύμηση. Πολλά είχε κι ήθελε να ξεχάσει κι αυτός και πρώτα πρώτα τη δυστυχία της κόρης του. Πριν του το ξεστομίσει εκείνη, το αισθάνθηκε μονάχος του πως είχε χρέος να τη λύτρωνε τουλάχιστο από τη σκληρή ζωή που έκανε στην κούλια. Πάντα όταν έπεφτε το μάτι του απάνω της, η έννοια αυτή του πρόβαλε στο νου. Κι η καρδιά του μέσα έκλαιγε. Μα - «ανάθεμα την ώρα που αποφάσισε να χωριστεί από τη συ­χωρεμένη» - αναστέναζε πάλι από βαθιά και ξεθύμαινε. Ό,τι αιστανότανε ο Θώμος Κρανιάς για μια στιγμή, το αιστανότανε με τα σωστά, για να το λησμονήσει με την ίδια ειλικρίνεια έπειτ' από λίγο.

Έτσι και τώρα, ύστερ’ από τη συγκίνηση που του δώσανε τα κλάματα της κόρης του, τον είδε κείνη να γυρίζει το μεσημέρι γελαστός. Όμοια, ανάμεσα έννοιας και χαράς περάσανε κι οι άλλες μέρες που έμεινε κοντά στη φαμελιά του. Ας έχει δόξα ο θεός, οι φίλοι του στην πόλη περισσεύανε κι έτσι μπο­ρούσε να περνά τις περισσότερες ώρες έξω από την κούλια. Εκείνο που ζητούσε να ξεφύγει πρώτα και κύρια ήτανε το να μείνει πάλι μόνος με την κόρη του. Μέσα η ψυχή του λαχταρούσε να τη σφίξει άλλη μια φορά στα στήθη του, να της φιλή­σει τα μαραγκιασμένα μάγουλα, να την παρηγορήσει· μα η φωνή της, «πατέρα πάρε με μαζί σου» τον τρόμαζε κι έφευγε όσο μπορούσε πιο πρωί από το σπίτι, για τον καφενέ, όσο που έφυγε μιαν αυγή θαμπότερα για τη λασπόπολη της Θεσσαλίας.


- Σαν ξένος ήρθε και σαν ξένος έφυγε, μουρμούρισε η χωριάτισσα και σταυροκοπήθηκε από πίσω του.

Κρύα και θλιβερή του έσφιξε η Φρόσω και του φίλησε το χέρι κάτω στην αυλόπορτα που τον προβόδισε.

Και ρωτούσε μέσα της: «Τι έπαθε; Πως άλλαξε μεμιάς;» Η αλλαγή του πατέρα ύστερ’ από το ξέσπασμά της στην αγκαλιά του δεν της ξέφυγε. Ναι, μήτε ο λόγος ο γλυκός γι’ αυτή, μήτε το συμπόνεμα έλειψε από την όψη του, μ’ από τ’ άλλο μέρος το έδειχνε ολοφάνερα πως απόφευγε να μείνει μοναχός μαζί της. Με τη συχώρεση, που του ζήτησε ολόψυχα, η Φρόσω αιστανότανε να τίναξε το πιο μεγάλο βάρος από μέσα της και πρόσμενε να ξαλαφρώσει μ’ αυτό λιγάκι και τη δική του καρδιά. Πως τη συχώρεσε, πως ο πατρικός της πόνος νίκησε μέσα του την προσβαλμένη τιμή και το ντροπιασμένο σόι, που κάνανε τη θεια ανεξιλέωτη μαζί της, το νόησε από τον τρόπο που την έσφιξε στην αγκαλιά του, από το φιλί του κι από το λόγο που της είπε να λησμονήσει ό,τι έγινε. Πως δεν της είχε μίσος μέσα του, όπως φοβόταν πριν, το είδε ως την τελευταία στιγμή που έφυγε.

Κι όμως τις ύστερες μέρες, έπειτ’ από το πρωί που έκλαψε στην αγκαλιά του, δεν ήταν πια ο ίδιος ο πατέρας. Δε γελιόταν, όχι. Μια στενοχώρια δοκίμαζε κοντά της κι η όψη του έγινε πιο θλιβερή και πιο νοιασμένη. Έννοια ήτανε κι όχι ξενοιασιά, όπως το νόμιζε η χωριάτισσα. Όχι· ο πατέρας δεν ήταν αδιά­φορος γι’ αυτή· η πονετική ματιά, που της έριχνε, της άνοιγε το μέσα του. Κατιτίς άλλο θα τόνε στενοχωρούσε. Κι αυτό τη βασάνιζε.

Τι να ’τανε τάχα; Να ’τανε γιατί του γύρεψε να την πάρει μαζί του κι αυτό του ήταν αδύνατο κι αυτό τον έκανε να λυπάται, και την απόφευγε μην έχοντας τι να της πει; Γιατί βέβαια δεν ήθελε να της πει το λόγο ξάστερα, να της φανερώσει πως η ατιμία της του είναι ντροπή και στον ξένο τόπο.

Με τη σκέψη αυτή βυθίζεται βαθύτερα στη θλίψη της και πόνο και κλαίει τον πατέρα για το κακό που του έκαμε. Αυτή, αυτή είναι η αφορμή σε όλα. Η χωριάτισσα έχει δίκιο να την καταριέται και να την τυραννεί.

Η νυχτιά, που είχε φανεί μια στιγμή πως έπαιρνε να ξεθαμπώσει, έπεσε ξανά πιο μαύρη και την έζωσε.

Όμως όσο κι αν αιστάνεται πως είναι όλο το φταίξιμο δικό της, όσο κι αν ρίχνει δίκιο της χωριάτισσας, που της φέρνεται τόσο σκληρά, δεν μπορεί να πνίξει μέσα της έν’ άλλο αίστημα. Γεννιέται μόνο του μ’ όλον τον πόλεμο που θέλει να του κάμει ο στοχασμός της. Βλέπει τον εαυτό της παρατημένο από θεούς κι ανθρώπους. Κι έρχουνται στιγμές που η ψυχή της αγριεύει κι ανταριάζεται και δειλά δειλά σα να γυρεύει κάποιο δίκιο, που δεν το λογαριάζει κανένας γύρω της, που κι η ίδια κιόλας δεν είναι βέβαιη αν είναι αλήθεια δίκιο. Αν έφταιξε, αν ανόμησε και βύθισε στη δυστυχία και στη ντροπή τους άλλους, μα δεν είναι κι η ίδια αυτή περσότερο δυστυχισμένη; Αυτή δεν την αδίκησε κανένας; Κανένας δεν το συλλογίζεται αυτό, μα όλοι την πνιγούνε στο ανάθεμα. Και στο τέλος ποιο είναι το μεγάλο κρίμα της, το άλυτο και το ασυμπάθιστο, που πρέπει να το σέρνει σ’ όλη τη ζωή; Τι έκαμε; Και πως το έκαμε ακόμα, καλά δεν το ξέρει και μόνη της· σα σ’ όνειρο, σα σε μεθύσι σύρ­θηκε σ’ αυτό. Ας λέει η θεία ό,τι θέλει για την ξετσιπωσιά και το κακό της αίμα, ας λέει ο κόσμος ό,τι θέλει για τα δό­κανα που βάλθηκε να στήσει κι έπεσε η ίδια μέσα· αυτή, ο θεός το ξέρει, κακό σκοπό δεν έβαλε στο νου. Τα πλούτη του αγαπητικού δεν τα λογάριασε ολότελα, ούτε και τα ήξερε την πρώτη αρχή, όταν τον αντίκρισε κάτω από το μπαλκόνι του επαρχείου ένα δειλινό. Τα μάτια του είδε μόνο που την κοιτάζανε παράξενα, τα μάγουλά της θυμάται που ξανάψανε και το γιασεμί που μοσχοβολούσε από την αυλή. Τίποτες άλλο, τί­ποτες άλλο. Τα πλούτη η μάνα της τα θύμισε κατόπι εκείνη της πρωτάνοιξε τα μάτια στο ισοφάρισμά τους με το φτωχό σόι του Κρανιά. Κι αλήθεια τη συμβούλεψε, τη φοβέριξε, την έδειρε κιόλας, μ’ από τ’ άλλο μέρος της έβαλε και το πρώτο κοκκινάδι στα μάγουλα, της έκοψε τα πρώτα σγουρά στο μέ­τωπο και τη μάλωσε να μη βγει άλλη φορά όξω στο μπαλκόνι αχτένιστη κι ανάλλαγη, όπως συγύριζε το σπίτι. Αυτή στην αρχή πετιότανε κει, σα μάντευε το πέρασμα του νιου, δίχως να το θέλει, δίχως να το νιώθει. Ύστερα βέβαια άλλαξε κι αυτή, χόρεψε όπως της λαλούσαν όλοι γύρω της, όπως τη δασκαλεύανε προεστές και φιλενάδες, ύστερα ξύπνησε μέσα της κι αυτής η φυσική έννοια, που έχει κάθε κόρη δίχως προίκα, πως να σιγουρευτεί. Και σιγουρεύτηκε καλά. Αν σιγουρευό­ταν αλλιώτικα, αν το δόκανο έπιανε τα πλούτη, τότε θα ’ταν όλα καλά καμωμένα, όλοι θα της κάναν τόπο να περάσει. Τώρα όμως!...

Από τα παράθυρα του πύργου η θέα ανοιγότανε στον ποτα­μό. Η ματιά της Φρόσως πέφτει στα νερά του που αστράφτανε φεγγερά στον ήλιο ή θαμπίζανε μολυβένια στη συννε­φιά· και τη νύχτα αυτιάζεται το βόγκο τους. Ο δρόμος ως εκεί δεν ήτανε μακρύς. Μα η Φρόσω δεν τολμούσε να τον πά­ρει. Η όψη του πατέρα έβγαινε πάντα μπροστά της, το πονε­τικό γέλιο του, η ματιά η γεμάτη αγάπη. Τρόμαζε μήπως τα ’παιρνε κι αυτά μαζί της.


Οι φιλενάδες δεν παύουνε να ’ρχουνται να συντροφεύουν τη χωριάτισσα κι η ομιλία γυρίζει πάντα στην ξενοιασιά που δείχνει για το σπίτι του ο Κρανιάς.

Η δημαρχίνα ξαφνίζεται κι αυτή πως το ’καμ’ έτσι ο έπαρχος

- Έπρεπε ν αναγκάσει τον παλιομπακάλη!

- Ή να ’παιρνε κάνε μαζί του την κοπέλα, να την κουκου­λώσει εκεί με κάποιον άλλον.

- Όχι, δεν είν’ από καλό του του κυρ-Θώμου, λέει η σχολάρχαινα: Όσο έζ’ γε η σχωρεμέν’ η Θώμαινα δεν ήταν έτσι.

Κι αυτό π’λές πως τσουρούτιψε κι τα λεπτά.

- Κι τάχατις πως τα στ’λε κι χάθ’ κανε στου δρόμου!

Η δημαρχίνα ησυχάζει τη χωριάτισσα πως θα βάλει αυτή τον άντρα της να γράψει του Κρανιά.

- Τι τουν κάνι τόσου μιστό, θιαμαίνουμι! Να τουν ήξιρα κάνε πως πίνι!

- Τα χαρτιά τουν τρώνε.

Η χωριάτισσα αναστενάζει:

— Χαμένου το ’χου. Είναι μυστήριου μ’ αυτόν τουν άνθρωπου.

- Μυστήριου, μυστήριου αλήθεια, μουρμουρίζουν όλες. Και το μυστήριο δε θα λυνότανε ποιος το ξέρει ως πότε, αν άξαφνα ένα σούρουπο χινοπωριάτικο δεν ξεκάμπιζε στον πύργο του ο Θώμος Κρανιάς με την πάψη πάλι στην τσέπη και μ’ ένα κοριτσάκι δυο χρονών στην αγκαλιά.

Είπε πως ήταν ορφανό της πλύστρας του. Πέθανε τώρα κοντά η μάνα του και το λυπήθηκε να το άφηνε στους πέντε δρόμους. Ένα κομμάτι ψωμί θα περισσέψει στην κούλια και γι’ αυτό.

Στο πρώτο το λυπήθηκε κι η γυναικαδέρφη του και δε ρώ­τησε περσότερα. Κι ίσως θα ησύχαζε με όσα έμαθε αν ησυχάζανε κι οι φιλενάδες κι ο κόσμος γύρω της. Μα ο κόσμος νοιώθει το χρέος να βγάζει πάντα την αλήθεια στο φως και τη φορά αυτή εδώ στην πόλη είχαν το φόβο πως δεν τη λέει ολάκερη ο πρώην έπαρχός τους.

Η χωριάτισσα έπρεπε λοιπόν να βγάλει την αλήθεια. Αν μια φορά δεν άνοιξε το στόμα μπρος τον αδιάφορο πατέρα, όταν η Φρόσω ντρόπιασε τη γενιά, τότε το πράμα είχε κάποιον κόμπο και γι’ αυτή. Τώρα όμως η συνείδησή της είναι καθαρή, τώρα δεν έχει φόβο ν’ αντικριστεί με το γαμπρό της, όλο το δίκιο είναι με το μέρος της.

Έτσι άρχισε η γκρίνια. Ο Θώμος Κρανιάς έχει τον τρόπο να την ξεφεύγει και να την ξεχνά όλη την ημέρα στον καφενέ. Μα δεν μπορεί να ξενυχτά κιόλας εκεί. Είτε αργά είτε γλήγορα έρχεται το βράδυ, άμα κοιμηθούνε τα παιδιά στην άλλη κάμαρα, η γλώσσα της χωριάτισσας λύνεται κοντά στο τζάκι, οπού κάθεται και πλέκει το τσουράπι της.

- Δε σο ’φταν’ η μια ντροπή! Βάλθ’ κις να πουριζιλέψις του σόι σ’. Πώς έχ’ς μούτρα κι παρουσιάζισι στουν κόσμο; Έχασις ντιπ του ίρτς’ σ;

Ο Θώμος Κρανιάς σώπαινε.

- Γέρουντας άνθρουπους! Κακά γραφτά. Τ’ είχα να ιδού!

Ο Κρανιάς γύριζε το ποτήρι του να ζεσταθεί κι από το άλλο πλευρό κι η χωριάτισσα του ξαναθυμούσε μ’ άλλα λόγια τη ντροπή, τα χρόνια του, το σόι, την αδερφή της και τον κόσμο.

- Σαν παίρνεις στο κοντό τι λέει ο κόσμος! μουρμούριζε ήσυχα ο Θώμος Κρανιάς και ρουφούσε από το ποτήρι.

- Δε μ’ χρειάζιτι να πάρου τουν κόσμου στου κουντό· τ’ν έχουμε μπρουστά μ’ - ιδώ π’τ’νε κι βάλ’ σις μέσα στα θηλυκά σ’.

Ο Θώμος Κρανιάς γυρνούσε από το άλλο πλευρό.

- Έγνοια σ’ κι θα ιδείς. Κι οι άλλες οι δυο του δρόμου τς χαϊδιμένη σ’ θα πάρ'νε. Κι η δεύτιρ’ στα νύχια στέκιτι· οι αργουλάβ’ έζουσανε τ’ν κούλια. Μαύρα μ’ κι άλαλα· τι μ’ είχε πες η μοίρα μ’ να ιδού!

Ο Θώμος Κρανιάς συνηθισμένος από το νανούρισμα έκλεινε τα μάτια. Το πολύ να μουρμούριζε κάποτε πριν αποκοιμηθεί:

- Δε βαρέθ’ κες; δεν απόστασε το στόμο σ’;

Η Φρόσω έμπαινε σιγά από τη μέσα κάμαρα, σκέπαζε τον πατέρα κι έπεφτε κι αυτή φοβισμένα στην άκρη της. Ήξερε πως με το πρωινό νυχτέρι θα ερχότανε η δική της σειρά. Η χαρά της θειας ήτανε να γκρινιάζει κι η απόλαψή της να τσιμπά και να χτυπά.

Με το μακαρίτη τον άντρας της, το λοχαγό, δεν έζησε πολύν καιρό μαζί, ώστε να ξεθυμάνουν τα στέρφα νεύρα της. Σαν έλειπε κείνος, τρωγότανε με την ψυχοπαίδα της. Ένα δυο χρόνια πριν πεθάνει, που τον είχε κοντά της απόστρατο, δοκί­μασε και μαζί του το ίδιο σύστημα, μα πολύ γλήγορα τα βρήκε στενά. Στη διοίκηση του μεταβατικού, όπου πέρασε την περ­σότερη ζωή του ο λοχαγός Παπαδογούλης, είχε γνωρίσει τη δύναμη του βούρδουλα. Τον κρέμασε λοιπόν απάνω από το κρεβάτι, κάτω από το κόνισμα και δίπλα στη στεφανοθήκη κι έτσι η λιγοστή ζωή, που του άφησε ο θεός στα τελευταία να ζήσει μαζί με τη γυναίκα του, πέρασε μέλι και γάλα.

Μα με το γαμπρό άλλαζε το πράμα. Η ίδια φωνή, που κοί­μιζε το Θώμο Κρανιά το βράδυ, τον ξυπνούσε και το πρωί. Τόσο συνήθισε στην γκρίνια της χωριάτισσας, που αν έλειπε κανένα πρωί, ήτανε σα ν’ άλλαζε το σύστημα, σα ν’ άλλαζε το δρόμο της κι η ίδια η ζωή. Ο Θώμος Κρανιάς ήτανε της συνή­θειας άνθρωπος. Τα χωρατά ύστερα με τους φίλους στον καφενέ και κατόπι τα ρακιά ένα γύρο στα μπακάλικα δε θα ’χαν τη συνηθισμένη χάρη τους. Αν κάποτε θλιβόταν από την γκρί­νια της γυναικαδέρφης, θλιβότανε περσότερο για τη Φρόσω. Συχνά εκεί που σκότωνε την ώρα όξω από τον πύργο, τη συλ­λογιζότανε να τη βασανίζει εκεί η χωριάτισσα κι έχανε μια στιγμή την όρεξη. Μα όσο δεν μπορούσε να της δώσει την παραμικρή βοήθεια, πολεμούσε να το ξεχνά. Κι έλπιζε μόνο στον καιρό· αυτός μόνο θα ’κανε να ξεχαστεί το πράμα. Η δημαρχίνα ωστόσο κι η σχολάρχαινα κι η υπομοιραρχίνα βοηθούσαν και κέν­τριζαν τη χωριάτισσα στον αγώνα της για την τιμή της κούλιας.

Ο υπομοίραρχος κάτ’ είχε ακουστά.

- Κι ο σχολάρχης, μα δεν το ’λεγε για να μη βάλει διαντρεχές.

- Να μη ντραπεί κάνε τον κόσμο να τη φέρει σπίτι του.

- Δεν έπρεπε να την παραδεχτείς στην κούλια!

- Φοβέριξε πως θα φύγεις και βλέπεις πως τη διώχνει στη στιγμή. Θα τη στοχαστεί τη σύνταξή σου!

Συμβουλεύανε τη χωριάτισσα. Και για φοβέρα το πρωτοξεστόμισε του γαμπρού της κι αυτή.

Ο Θώμος Κρανιάς δεν το πίστεψε και ξακολουθούσε να σωπαίνει.

Η χωριάτισσα ήταν αδύνατο να κρατηθεί άλλο. Και πιο πολύ όταν έβλεπε πως οι φοβέρες της δεν πιάναν τόπο, δεν ίδρωναν του Κρανιά το αυτί. Και δίχως να φαντασθεί πως θα έφτανε ως εκεί το πράμα, περσότερο από πείσμα, έβαλε καθαρά το ζήτημα:

Μια από τις δυο, ή η ορφανή της πλύστρας από τη λασπόπολη, ή αυτή η ίδια η αρχόντισσα, η λοχαγίνα, πρέπει να λείψει αποκεί μέσα.

Ο Θώμος Κρανιάς κι όταν ακόμα πήρε στα σοβαρά το δί­λημμα, άφησε τα πράματα σαν πάντα στο φυσικό τους δρόμο. Κι ο φυσικότερος ήτανε να φύγει η λοχαγίνα. Μαζί της έφευγε κι η σύνταξη της; Ώρα καλή. Η δική του δεν ήτανε συμπλη­ρωμένη ακόμα; Κακό και μαύρο. Μα έτσι το θέλησε η μοίρα, να μη σταθεί άλλα δυο χρόνια η κυβέρνηση, όσο να τη συμπλη­ρώσει.

Ο Θώμος Κρανιάς άφησε πάντα να κυβερνά το θέλημα της μοίρας. Έτσι πέρασε η ζωή του ίσια με σήμερα· να της αντισταθεί τώρα στα γεράματα μεμιάς, δε γίνεται. Καλοδεχούμενα λοιπόν όσα φέρνει η ώρα. Έχει ο θεός, είναι μεγάλος. Δε θ’ αφήσει να πάει χαμένο το γένος του Κρανιά. Τη θέση του και την υπόληψη εδώ στην πόλη ακόμα δε την έχασε· οι φίλοι θα ξαναβοηθήσουν, η αγορά θα δώσει βερεσέ όσο να ’ρθουνε πάλι βολικά τα πράματα. Αφού η ζωή είναι τέτοια, τι να κάμεις; Δεν μπορείς να την αλλάξεις με το θέλημά σου. Πότε με την αλήθεια θα την περάσεις, πότε με το ψέμα, με τον αέρα της θα πας πάντα. Αυτή είναι η φιλοσοφία του Θώμου Κρανιά.


Η χωριάτισσα έφυγε και τα παράθυρα του πύργου ανοί­ξανε στον αέρα και στο φως. Στο κάστρο κιόλας παραπέρα από τον πύργο ήρθε ένα ευζωνικό τάγμα, αντίκρυ από τον πύργο άνοιξε ένα βελούχι κι η ακροποταμιά πήρε ζωή.

Όξω στο μπαλκόνι κάθεται η Κούλα με τη Μαριώ. Κόψανε αφέλειες στο μέτωπο κι οι δυο και φορούνε κεντητές παντού­φλες. Η Κούλα πλέκει ένα ροδάκι, η Μαριώ κεντά ένα μαξι­λάρι.

Κάτω στο δρόμο περνούνε δυο νέοι.

- Είν’ ο καινούργιος λογιστής, λέει η Κούλα. Η Μαριώ δε σήκωσε τα μάτια.

- Περάσανε και χτες.

Της Μαριώς της είχε μπερδευτεί η κλωστή.

- Ο άλλος είναι φοιτητής. Να δεις πώς μου τον είπανε, ξαναείπε η Κούλα.

Οι νέοι φτάσανε στη γωνιά του πύργου. Στρίβοντας προς το ποτάμι κοιτάξανε στο μπαλκόνι.

Η Κούλα γύρισε προς τα εκεί. Ο λογιστής της γέλασε.

Όταν ξανάστριψε, αντίκρισε τη Μαριώ που την κοίταζε. Η Κούλα κοκκίνισε όλη.

- Να χαρεί τα δόντια του, είπε η Μαριώ, σκάλισε μια στιγμή το δικό της με τη βελόνα και ξανάσκυψε στο κέντημα.

Από μέσα ακούστηκε το σιγαλό τραγούδι του πατέρα. Είχε ανεβεί από κάτω από τον κήπο και πλενότανε στο νεροχύτη.

Με το φευγιό της χωριάτισσας, ο Θώμος Κρανιάς ξαναβρήκε την όρεξη να κλαδεύει και να σκαλίζει καμιάν ώρα στον κήπο το δειλινό πριν κατεβεί στον καφενέ.

Η Κούλα έτρεξε να τον βοηθήσει να ντυθεί.

Όταν ξαναγύρισε στο μπαλκόνι, στο βελούχι αντίκρυ καθόντανε δυο αξιωματικοί. Της Μαριώς, όπως ακουμπούσε το πόδι στα κάγκελα, της είχε ανασηκωθεί το φόρεμα κι η κόκ­κινη κάλτσα έφεγγε στο φως.

- Μωρή, τα ’δειξες όλα, της είπε η Κούλα και κοίταξε ίσια στους αξιωματικούς.

- Τα μούτρα τους! είπε η Μαριώ.

Η Κούλα κάθισε και ξανάπιασε το πλέξιμο. Η Μαριώ μισογύρισε την πλάτη στους αξιωματικούς.

- Τώρα που ήρθα γω, συλλογίστηκε η Κούλα. Και ξανακοί­ταξε τους αξιωματικούς.

- Τι ξεχάστηκες, μωρή; Δε θα το αποπλέξεις ούτ’ απόψε, της φώναξε η Μαριώ.

Η Κούλα έκαμε να της μουρμουρίσει τι τη νοιάζει αυτή· θυμήθηκε όμως πως της έταξε να της πληρώσει το βράδυ αυτό όσα της χρωστούσε.

- Θα σ’ τη δώσω τη μια κι εξήντα σου, είπε απότομα.

- Κι εξήντα πέντε είπε η Μαριώ.

- Τριάντα πέντε μο’ ’δωσες, είπε η Μαριώ.

- Τι, τι; Δε σο’ ’δωσα σαράντα λεπτά προχτές;

Ο λογιστής ξαναφάνηκε που ανέβαινε τον όχτο με το φοι­τητή.

Η Κούλα γύρισε και τους κοίταξε.

- Καλά, είπε ύστερα της αδερφής: Καλά μια κι εξήντα ­πέντε.

Ήταν έτοιμη να της δώσει μια κι εβδομήντα, αν της άφηνε τη δραχμή για μια βδομάδ’ ακόμα. Στη μόστρα του γυρολόγου, που πέρασε το πρωί, είχε δει μια χτένα, και τη ζήλεψε για τα μαλλιά της.

- Τι τη θέλεις τη δραχμή; ρώτησε η Μαριώ, όταν της έκα­με την πρόταση.

Η Κούλα δεν απάντησε. Αν της έλεγε, φοβότανε πως θα προλάβαινε ν’ αγόραζε η Μαριώ τη χτένα. Στοχάστηκε ακόμα πως την άλλη βδομάδα δε θα είχε πλύση και θα μπορούσε να βγάλει τη δραχμή. Κι έτσι σωπάσανε κι οι δυο.

Ο λογιστής κι ο φοιτητής δεν καθίσανε στο βελούχι. Μεί­νανε μόνο οι δυο αξιωματικοί.

Καθώς ήτανε σκυμμένη η Φρόσω κάτω στο κατώγι μπροστά στον αργαλειό, μπαίνει ο Γεσίλας βιαστικά και την αρπάζει άξαφνα από το χέρι:

- Έλα, τη δραχμή !

Η Φρόσω θυμήθηκε πως του την έταξε από μέρες. Μα ούτε αυτή πρόφτασε να βγάλει χτες το φύλλο από το κελίμι που ύφαινε, ούτε η Κούλα τέλειωσε τα ροδάκια, που της είχαν πα­ραγγείλει. Από τον καιρό που έφυγε η θεια, οι αδερφές ξενοδουλεύουνε κρυφά κι οι τρεις.

Ο Γεσίλας δεν ακούει:

- Δεν ξέρω γω απ’ αυτά· θέλω τη δραχμή.

Στο βελούχι, που άνοιξε αντίκρυ από τον πύργο, άρχισε να μαθαίνει τα χαρτιά και χρεώθηκε στον καφετζή.

- Έλα, φέρ’ την αλλιώς σ’ το κόβω, φοβέριξε κι έπιασε το διάσμα.

Η Φρόσω έκαμε να φωνάξει. Μα θυμήθηκε πως τις προ­άλλες της ρέκαξε τη ντροπή της όξω στην αυλή και συμβιβάστηκε μαζί του να του δώσει μόνο τις δεκάρες που είχε.

Τις είχε δεμένες στο μαντίλι για να πάρει του πατέρα λι­γάκι κρέας για το βράδυ. Δεν της φαινότανε καλά να λείπει κάθε βράδυ από το σπίτι, να τρώει όξω με τους φίλους. Όχι πως γίνεται στους φίλους βάρος. Αυτό δεν το πιστεύει, γιατί ξέρει πως είναι τιμή για τον καθένα να τρώει μαζί με τον Κρα­νιά. Μα της αρέσει να ’χει τον πατέρα στο τραπέζι αντικρινά της, ν’ ακούει τα χωρατά του, ν’ ακούει ακόμα και την γκρίνια του, άμα γυρίζει με χαλασμένο κέφι από τον καφενέ.

Η Κούλα μπήκε μόλις έφυγε ο Γεσίλας.

Το κατώγι ήτανε σκοτεινό. Το φως έπεφτε μέσα μόνο από δυο τρύπες μακριές, ορθόστενες, που μοιάζανε με μασγάλια κάστρου.

Η Κούλα πήγε και τεντώθηκε ορθή στα νύχια μπροστά σε μια απ’ αυτές. Ο αργαλειός δε βροντούσε και δεν πρόσεξε τη Φρόσω που ήτανε σκυφτή στην άκρη. Κι όταν άκουσε τη φωνή της τρόμαξε.

- Μωρή, ποιον παραμονεύεις; είπε η Φρόσω.

Η Κούλα δε μίλησε.

Όξω είχε σταματήσει ο γυρολόγος με το καροτσάκι του κι η Μαριώ κατέβηκε κι έψαχνε στη μόστρα. Η Κούλα φοβή­θηκε μη δε βασταχτεί και προδώσει με καμιά ματιά την πιθυμιά της για τη χτένα και γι’ αυτό δεν έτρεξε μαζί. Ήρθε και την παραφύλαγε αποδώ.

- Φεύγα, μωρή, απ’ αυτού, μη μο’ ’πιασες το φως, ξαναφώ­ναξε η Φρόσω, που πολεμούσε να ασιάξει τις κλωστές στο διάσμα.

Η Κούλα δεν μπόρεσε να βαστάξει πια. Ήρθε κοντά στη Φρόσω και της είπε παρακαλεστικά:

- Απόψε τελειώνω τα ροδάκια. Δε μου δίνεις μια δραχμή μπροστά;

Η Φρόσω την αποπήρε:

- Δε μ’ αφήνεις και συ αποδώ; Άι τσακίσου· πιάσ’ τη δουλειά σου.

Κι άρχισε να υφαίνει.

Η Κούλα έφυγε κι η Φρόσω έβγαλε ως την άκρη την κλωστή. Περίεργη, σηκώθηκε ύστερα και πήγε στο στενό παράθυρο. Όξω η Μαριώ βαστούσε στο χέρι ένα κομμάτι μουσελίνα κλαρωτή φανταχτερά και τη δοκίμαζε απάνω της, μια στον κορσέ μια στο φουστάνι.

Και γύριζε και την παζάρευε.

«Γι’ αυτό ήθελε κι η άλλη τη δραχμή», είπε η Φρόσω.

Το φως απόξω, καθώς έμπαινε από το στενό μασγάλι, έ­πεφτε απάνω στο ξεθωριασμένο φόρεμά της. Κάτω στο σκούρο χώμα φέγγανε τα δάχτυλα, που βγαίνανε από το τρύπιο πα­πούτσι.

Η Φρόσω ακίνητη με σκυφτό κεφάλι τα κοίταζε.

Έπειτα γύρισε και ξανακοίταξε όξω. Η Μαριώ κρατώντας διπλωμένη τη μουσελίνα έμπαινε στην αυλόπορτα λιγώντας το κορμί. Αντικρινά κάθονταν οι αξιωματικοί και δυο άλλοι νέοι στο πλαγινό τραπέζι. Και το φως του δειλινού έγερνε στην πο­ταμιά ρίχνοντας απαλούς βιολετένιους ίσκιους πέρα στα λιοστάσια. Από τη μελικοκκιά όξω βοούσε το σμιχτό τραγούδι των πουλιών.

Το φως της μέρας ζάλισε τη Φρόσω. Από πάνω ακούστηκε το πάτημα της Κούλας, που έβγαινε στο μπαλκόνι.

Η Φρόσω είδε πως είχε ξεχαστεί κι έκαμε να γυρίσει να πάει στον αργαλειό. Μα οι αξιωματικοί από αντίκρυ προσηκωθήκαν και χαιρετήσανε.

Σταμάτησε και κοίταξε: Ποιος να περνά;

Ήταν ο πατέρας που έβγαινε από την αυλόπορτα. Η φου­στανέλα του έφεγγε φρέσκη φρέσκη από το σκανταλέτο, τα τουζλούκια του φούσκωναν τουφωτά, οι πλατιές μανίκες του άσπρες σαν το χιόνι.

Η Φρόσω στάθηκε τεντωμένη και τον κοίταζε όσο που να χαθεί στο δρόμο. Ο σχολάρχης, που απαντήθηκε παραπέρα μαζί του, έβγαλε ως κάτω το καπέλο.

Η Φρόσω πήγε και κάθισε στον αργαλειό :

- Το σόι του Κρανιά δε χάθηκε μ’ όσα κι αν έλεε η θεια! Στο ίδιο σόι λογαριάζουν κι η Μαριώ κι η Κούλα καθισμένες στο μπαλκόνι.

Μια γειτόνισσα ήρθε και πρόδωσε της Φρόσως πως είδε τη Μαριώ να σμίγει, στο πίσω μέρος μ’ έναν αξιωματικό κι ο Γεσίλας έπιασε την Κούλα να κουβεντιάζει μ’ έναν άλλον στην αυλόπορτα.

Η Φρόσω θέλησε να ορμηνέψει τη Μαριώ. Η Μαριώ όμως της το ’κοψε μια και καλή :

- Κοίτα τον αργαλειό σ’ και ξεφορτώσου με.

Ο Γεσίλας κάτι ανταρεύτηκε κι αυτός της Κούλας, μα και κείνη είχε μάθει πρωτύτερ' από τη Φρόσω πως τον ησυχάζουν.

Κι έτσι δεν ταράχτηκε η ειρήνη. Η θεια δεν είναι δω να κλείσει το μπαλκόνι, ο πατέρας βγαίνει και κάθεται καμιά φορά και κείνος με τους αξιωματικούς και της Φρόσως της φτάνει μόνο να βλέπει ευχαριστημένον τον πατέρα.

Κι ο Θώμος Κρανιάς δεν είχε λόγο να μην είναι. Όχι πως προσπαθούσε να μη βλέπει τι έλειπε από τον πύργο του· μα δεν του έμενε καιρός γι’ αυτό. Μήτε η ανοιχτή καρδιά μήτε το βουνίσιο πνεύμα του είχανε θολώσει τόσο, μήτε το γέλιο κι η φωνή του είχανε χάσει τον ηχό τους, ώστε να καταντή­σουν περιττά κι αδιάφορα για τα τσιμπούσια στα μεγέρικα και τα γλέντια στα περιβόλια. Με τη συνήθεια που πήραν όλοι να τον κράζουν ακόμα κύριο έπαρχο, κόντευε να λησμονήσει με τα σωστά πως ήτανε παυμένος. Απάνω κάτω κιόλα σα να του άρεσε καλύτερα η ζωή δίχως μπερδεψιές κομματικές, δίχως σκοτούρες με νομάρχες και δημάρχους. Μονάχα όταν αντίκριζε στο δρόμο καμιά πιάτα σκεπασμένη με λευκή πετσέτα να τράβα κατά το σπίτι του ταμία ή του ειρηνοδίκη, έπεφτε σε θλι­βερή μελαγχολία λίγες στιγμές. Μα είχε πάλι το καλό να μην παρακωλυέται σε πράματα λυπητερά, είχε βρει κιόλας κάποιους ατζαμήδες στα χαρτιά κι ασφάλισε το χαρτζιλίκι της ημέρας κι έτσι ο καιρός ψευτοπερνούσε.

Ως πότε θα ψευτοπερνούσε, άρχισε πρώτη η Φρόσω να το ρωτά, όταν πια κάθε παλιό θυμητικό της μάνας ήταν αμανάτι κι οι πέντε δέκα της πεζούλες στο χωριό είχαν πουληθεί. Ο αργαλειός της δεν τα πρόφταινε όλα, η Μαριώ κι η Κούλα είχαν τις δικές τους έννοιες, ο Γεσίλας γύρευε πάντα τη δραχμή.

Μια μέρα, η Παναγιούλα, η μικρή ορφανή της πλύστρας του πατέρα, που πήγαινε κοντά του στην αγορά για τα ψούνια, γύ­ρισε μ’ αδειανό κοφίνι.

Δεν έφερε ούτε το πλαστάρι το ψωμί.

Η Φρόσω έσκυψε το κεφάλι.

- Κι ο παλιοφούρναρης, είπε η Μαριώ. Ο πατέρας ήρθε το μεσημέρι δίχως όρεξη.

Είχε φτάσει και νέο γράμμα της θειας από το χωριό. Από καιρό ζητούσε να πάει μια, όποια θέλει από τις δυο ανιψιές να την κάμει θυγατέρα της.

Η Φρόσω τις παρακινούσε. Μα η Μαριώ έλεγε:

- Ας πάει η Κούλα. Κι αυτή απαντούσε:

- Ας πάει καλύτερα η Μαριώ. Ο πατέρας δε μιλούσε.

Τώρα εκεί που διαβάστηκε το γράμμα, γύρισε και κοίταξε τις κόρες του, τη μια μετά την άλλη. Έπειτα χαμήλωσε τα μάτια.

Τη νύχτα τον πειράξαν τα τραγούδια από το βελούχι αντίκρυ. Οι ξενύχτηδες τον ξέρανε πως του αρέσουν οι καλές φωνές και σιγά σιγά σιμώσανε με τις φυσαρμόνικες ως από κάτω απ’ τα παράθυρα.

Ο πατέρας τα ’βαλε με την Κούλα το πρωί. Πρώτη φορά.

- Θα σε λιανίσω, της είπε, εδώ που τους μαζώνεις.

Και της έδειξε το ραβδί του καθώς έφευγε για τον καφενέ.

Το άλλο βράδυ άνοιξε το παράθυρο και φοβέριξε τους ξενύ­χτηδες πως θα κατέβει και σε κείνους με το ξύλο.

Και το πρωί το σήκωσε και στη Μαριώ, που τον ξαδιαντράπηκε. Του είπε πως δεν τραγουδούνε γι’ αυτή:

- Μαζώνουντι για του…

Σταμάτησε, μα σαν είδε πως ο πατέρας δεν ένιωθε, το απόσωσε:

- Για του χαϊδιάρ’ σ’, σαν του θέλις να σ’ του που.

Ο πατέρας έφυγε φοβερίζοντας την πως θα τη στείλει στο χωριό στη θεια.

Οι τραγουδιστάδες τραβηχτήκανε λίγο μακρύτερα. Απόμεινε μονάχα ο λογιστής της Τράπεζας κι ο φοιτητής. Δε θέλανε να το πάρουνε για τελειωμένο πως τους ξετοπίσαν οι αξιωματικοί και σταματούσανε μπροστά στην κούλια μ’ ένα μαντολίνο και με δίστιχα πειραχτικά. Μα οι αξιωματικοί τους τρίξανε τα δόντια κι έτσι συχάσανε κι αυτοί.

Ωστόσο δεν ξαναήρθε ο ήσυχος ύπνος στον Κρανιά.

Μέρα με την ήμερα άρχισε να παραξενεύει κιόλας και στον καφενέ, να χάνει την υπομονή, άμα δε βοηθούσε το χαρτί να θυμώνει με τους φίλους, άμα δε δίνουν ό,τι του χρειάζεται.

Η αλλαγή του πρώην επάρχου τους δεν είναι ευχάριστη σε πολλούς στην πόλη και πολλοί είναι που σμίγουνε με τη Φρόσω τα παρακάλια τους να ’ρθει ο διορισμός.

Κι αυτός αργεί τη φορά τούτη περσότερο παρ’ ότι το πρό­σμενε κι ο ίδιος ο Κρανιάς. Του κάκου χαλά τα μάτια του και χάνει τον καιρό στον καφενέ διαβάζοντας τ’ αντιπολιτευόμενα άρθρα, μαλώνει συζητώντας με τους φίλους, γράφει και ξαναγράφει του ξαδέρφου. Η κυβέρνηση δεν έχει κίνδυνο να πέσει. Φόβος είναι μη φάει και τα τέσσερα χρόνια.

Και τα έφαγε με τα σωστά. Όταν τη ρίξαν οι εκλογές κι ο βουλευτής Κρανιάς έστειλε του ξαδέρφου του το διορισμό, ήταν αργά πια. Από το στερνό ταξίδι του ο Θώμος Κρανιάς δεν έφερε μαζί του μόνο τ’ ορφανό της πλύστρας του, μα κι ένα σφάχτη στο πλευρό κι ένα βήχα κούφιο. Τον πήρε στην αρχή αψήφιστα, όσο που του αναδρίμωσε άξαφνα κι ο αέρας της ακρο­ποταμιάς δεν ήταν ο αέρας που του χρειαζότανε για να πάρει το καλύτερο. Ο διορισμός τον ευρήκε στο κρεβάτι, κι έπεσε στο κρεβάτι ο Θώμος Κρανιάς για να μην ξανασηκωθεί.