Ο ξενιτεμένος (Χρηστοβασίλη)

Ο ξενιτεμένος
Συγγραφέας:


ΕΙΤΑΝ ἕνα Σαββάτο βράδυ τοῦ χειμῶνα τοῦ 186… Καμμιὰ δεκαριὰ γυναῖκες τοῦ Μικροῦ Χωριοῦ, ποῦ εἶναι ψηλὰ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς ράχης, ἔπαιρναν νερὸ στὴν ἄκρη τοῦ Καλαμᾶ, ποῦ σκίζει τὴν Ἤπειρο ἀπὸ βοριᾶ κατὰ νοτιά. Κάθε μιὰ ἀπ'αὐτὲς ἤθελαν καὶ παραήθελαν ποιὰ νὰ γιομίσῃ πρίτερα, γιατὶ εἶταν ἡ ὥρα περασμένη καὶ μιὰ κατεβασιὰ μοναχὰ εἶταν στὸν ὄχτο τοῦ ποταμιοῦ, κι' ἀπὸ κεῖ ἔπρεπε νὰ γιομίσουν τὲς βουτσέλλες τους, κατεβαίνοντας μιὰ−μιά, γιατὶ τὸ μέρος τῆς κατεβασιᾶς εἶταν στενό. Οἱ νύφες ὅμως κι' οἱ τσιοῦπρες, ἄν κι' εἶταν ἀπὸ πολλὴ ὥρα στὴν ἄκρη τοῦ ποταμοῦ, ἄφιναν τὲς μεγαλύτερες, ἄν κι' αὐτὲς ἔρχονταν ἀργότερα, γιατὶ ἡ ἡλικία χαίρει πολλὰ δικαιώματα στὸν τόπον ἐκεῖνον τὸν μισοάγριο.

Ἡ μέρα ἐκείνη, ποῦ ψυχορραγοῦσε, εἶταν βροχερή. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ εἶταν θολὸ. Οἱ Μικροχωρῖτες, ἄν κι' ἔχουν γύρα τους ἄλλα ποταμάκια καὶ ρεματιὲς μὲ ξάστερα νερά, πάντοτε παίρνουν νερὸ ἀπὸ τὸν Καλαμᾶ.

Τὰ ὑστερνὰ σύννεφα, ποῦ ἔκαναν τὸ ἡλιοβασίλεμα σἄν φλωρένιο κάμπο, λίγο κατ' ὀλίγο ἔγειναν μαῦρα, φοβερὰ, κι' ἔλαβαν χίλιων λογιῶν μορφὲς, κι' ἡ Νύχτα, ποῦ ἄρχισε ν' ἁπλώνῃ τὰ φτερά της ἔδινε ἕνα γλυκὸ φίλημα στὸ πρόσωπο τῆς Ἡμέρας, ποῦ ἔφευγε, γέροντας πίσω ἀπὸ τὸ φωτεινὸ ὄχτο, ποῦ φκιάνουν οἱ κορφὲς τῶν βουνῶν, κι' ἐπήγαινε περίλυπη νὰ θαφτῇ στὴν ἀπέραντη νεκρόπολη τῶν περασμένων.

Ὁ ποταμὸς κατρακυλῶνταν μὲ θυμό, κι' ἡ φωνή, ποῦ ἔβγαινε ἀπὸ τὰ νερά του, ἔκανε ἕνα εἶδος ἄγριας, περίφανης καὶ μονότονης μουσικῆς, ποῦ χύνει ἀπέραντο πέλαγο μελαγχολίας στὴν ψυχή.

Μιὰ φωνή, ἴσως τῆς νιώτερης, ἀπὸ τὲς γυναῖκες πὤπαιρναν νερὸ ἐκεῖ, σηκώθηκε μ' ἀνυπομονησιά:

− Ντέτεστε! καμμιὰ βολά, καημένες!, μᾶς πῆραν τὰ μεσάνυχτα στὴν ποταμιά!

Πρέπει ὅμως νὰ ξέρῃ κανένας, ὅτι μόνο τὲς παραμονὲς τῶν γιορτῶν οἱ γυναῖκες τοῦ Μικροῦ − Χωριοῦ πηγαίνουν πολὺ ἀργὰ γιὰ νερὸ ἐξ αἰτίας ποῦ οἱ παραμονὲς τῶν γιορτῶν ἔχουν πολλὲς ἑτοιμασίες καὶ μεγάλες φροντίδες.

Στὴ φωνὴ αὐτή, ἄλλη φωνὴ γερασμένης γυναίκας, ἀπάντησε μὲ ἀδιαφορία:

− Μὴ βιάζεστε, τσιοῦπρες!, γιατί γεράζετε γλήγορα! Δυὸ δρασκέλες εἶναι τὸ χωριό…

Μιὰ ἄλλη πάλι φωνὴ ἀπολογήθηκε λυπητερά:

− Μ' ἐγώ, χαλασιά μου, πὤχω νὰ διαβάσω καὶ τὰ σκουτιὰ τοῦ παιδιοῦ μου.

Νὰ καὶ μιὰ ἄλλη σημείωση γιὰ τὲς γυναῖκες τοῦ Μικροῦ − Χωριοῦ, ὅταν παίρνουν νερό: Ὅποια ἔχει νὰ πλύνῃ σκουτιὰ ἀπομένει πάντα ἡ κοντινή, ὅσο μεγάλη κι' ἄν εἶναι, ἐξὸν ἂν εἶναι πολὺ γριά, ἀλλὰ οἱ γριὲς δέν πᾶν ποτὲ γιὰ νερό. Τὸ νερὸ εἶναι ἔργο ἐκεινῶν, πὤχουν μαῦρα μαλλιά.

Ὅσο ξακουλουθοῦσε τὸ γιόμισμα τῶν βουτσελλῶν, γένονταν στὸν ἀνήφορο μιὰ γραμμὴ ἀπὸ φορτωμένες γυναῖκες βουτσέλλες μὲ νερό. Ἀνηφοροῦσαν ἀργὰ−ἀργὰ τὸν δρόμο, ποῦ βγαίνει στὸ Μικρὸ−Χωριό. Ὑστερνὴ εἶταν ἡ μικρομάνα ἐκείνη, ποὖχε νὰ διαβάσῃ τὰ σκουτιὰ τοῦ παιδιοῦ της. Τὸ σκοτάδι εἶχε ἀρχίσει νὰ ξαπλώνῃ τὰ μαῦρά του φτερὰ στὴ γῆ καὶ στὸν συννεφιασμένον οὐρανό, καὶ οἱ γυναῖκες μὲ τὸ νερὸ ἀνέβαιναν τὸν ἀνήφορο, βλέποντας ὄχι πλειὸ μὲ τὰ μάτια, ἀλλὰ μὲ τὸν νοῦ, γιατὶ κάθε μιὰ ἀπὸ τὲς γυναῖκες ἐκεῖνες, ποῦ πήγαιναν ἡ μιὰ πίσω ἀπὸ τὴν ἄλλη, σἄν ἅλυσος, εἶχεν ἀναιβῇ καὶ καταιβῇ χιλιάδες βολὲς ἐκεῖνον τὸν στενόδρομο. Ἐνῷ ἡ συνοδειὰ τῶν γυναικῶν ἀνέβαινε σκυφτὴ ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ νεροῦ, γλυκὸς ἦχος κυπριοῦ ἀκούστηκε πίσω τους «τρίγκ…τρίγκ…τρίγκ…» κι' ὅσο οἱ γυναῖκες ἀνέβαιναν ἄλλο τόσο κι' ὁ γλυκὸς ἦχος τοῦ κυπριοῦ ἀκούονταν καθαρώτερα καὶ δυνατώτερα «τρίγκ…τρίγκ…τρίγκ…» κι' ἀπὸ τὰ ξηρὰ καὶ βροντερὰ πατήματα πεταλωμένου ζώου φαίνονταν, ὅτι πίσω τους βρίσκοντον καβαλλάρης. Δὲν πέρασαν πολλὲς στιγμὲς κι' ὁ καβαλλάρης βρίσκονταν πίσω ἀπὸ τὲς πλάτες τῆς γυναικός, ποῦ εἶταν παραπίσω ἀπ' ὅλες. Ἐκείνη τότε φώναξε:

− Ἀναμερᾶστε, μωρές, νὰ περάσῃ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ μουλάρι!…

Ἀπὸ τὸ πολὺ σκοτάδι, κι' ἀπὸ τὸν βαρυσυννεφιασμένον καιρὸ δὲν εἶταν δυνατὸ νὰ καταλάβῃ αὐτὴ ἡ γυναῖκα, ἂν τὸ ζῶο, ποῦ καβαλίκευε ἐκεῖνος, πὤρχονταν ἀπὸ πίσω της, εἶταν μουλάρι ἢ ἄλογο, ἀλλὰ τὸ γνώριζε, ὅτι σωστὰ εἶταν μουλάρι, γιατί καμμιὰ φορὰ ποδάρι ἀλογινὸ δὲν εἶχε πατήσῃ στὸ Μικρὸ−Χωριό, κι' ἐξὸν ἀπ' αὐτὸ, μόνο στὸ λαιμὸ τῶν μουλαριῶν συνηθίζουν νὰ κρεμοῦν κυπρί, μικρὸ κουδουνάκι ἀπὸ μπροῦζο, ποῦ κάνει «τρίγκ…τρίγκ…τρίγκ…»

Στὸ χουγιατὸ αὐτὸ τῆς γυναικὸς τῆς ὑστερνῆς, ὅλες οἱ γυναῖκες ἐστριμώχτηκαν δεξιὰ καὶ ζερβιὰ τοῦ μονοπατιοῦ, γιὰ νὰ κάνουν τόπο νὰ διαβῇ τὸ μουλάρι, ποὖχε ψηλά του ἕναν ἄνθρωπο κουκουλωμένο μὲ πλατειὰ καὶ μακρειὰ καπότα. Ἔρριξαν ὅλες τὰ μάτια τους περίεργα ἀπάνω του, γιὰ νὰ καταλάβουν ποιὸς εἶταν ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ποῦ δὲν ὥμοιαζε γιὰ χωριανός τους, ἀλλὰ καμμιὰ δὲ μπόρεσε νὰ καταλάβῃ τίποτε.

− Σἄν ποιὸς νᾆναι, μωρὲς γυναῖκες, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος;

Εἶπε μιά.

− Ξέρω κι' ἐγώ;

Εἶπε ἄλλη.

− Σ' ἀφίνει τὸ ἔρμο τὸ σκοτάδι νὰ ἰδῇς;

Εἶπε πάλι μι' ἄλλη.

− Νᾆναι τάχα καένας ξενιτεμένος;

Εἶπε ἄλλη μιὰ πάλι.

− Νὰ εἶταν ξενιτεμένος· εἶπε μιὰ ἄλλη, δὲ θἄρριχνε καένα ντουφέκι, ἅμα μπῆκε στὸ σύνορο τοῦ χωριοῦ μας; Τί διάτανο; Ντίπου στὰ κρυφὰ θὰ μᾶς ἔρχονταν;

− Καλὰ λές, εἶπε ἡ γεροντότερη τῆς συνοδειᾶς, μ' ἀναστεναγμὸ, ἀλλὰ νὰ ξεπεζέψῃ τέτοια ὥρα καὶ σαββατόβραδο σὲ ξένο χωριὸ δὲν πάει! Θᾆναι δικός μας αὐτός! Θᾆναι χωρὶς ἄλλο ξενιτεμένος ἀπὸ τὸ χωριό μας!

− Τί κάθεσαι καὶ λές, κακορρίζικη Κυρὰ−Κώσταινα, εἶπε μιὰ γυναῖκα, σἂν ἀπὸ μέσα της, ἀλλὰ φωναχτά. Τί καψαπαντοχὴ ἔχ'ς καὶ νειρεύεσαι ξενιτεμένους; Δὲν πῆρες ἀκόμα τὸν ἀπόθωρό σ' ;

− Τί νὰ σᾶς πῶ, μωρὲς τσιοῦπρες, εἶπ' ἡ Κώσταινα, καὶ στάθηκε κι' ἀκούμπησε σ' ἕνα μεγάλο λιθάρι, γιὰ ν' ἀνασάνῃ. Ἀλήθεια σαράντα χρόνια ἔχω ξενιτεμένη, σαράντα χρόνια ἔχω, ποῦ καρτεράω νὰ ἰσκιώσ' ἡ θύρα μ', κι' αὐτὴ ἡ ἔρμη ἡ μέρα δὲ φαίνεται νἄρθῃ, ἀλλὰ δὲν ἀπελπίζομαι.

Καὶ λέγοντας αὐτὰ τὰ λόγια, ἀναστέναξε μὲς ἀπὸ τὰ φυλλοκάρδια της, καὶ σηκώθηκε νὰ τραβήσῃ τὸν δρόμο.

Ἄν κι' εἶχαν ἀκουστὰ ὅλες οἱ γυναίκες τῆς συνοδειᾶς − γιατὶ εἶταν ἀγέννητες τότε, −ὅτι ὁ Κώστας τῆς Κώσταινας ἔλειπε σαράντα χρόνια στὴν Ξενιτειά, πάλι ἀναστέναξαν, σἂν ἄκουσαν τὴ φριχτὴ ἀλήθεια, − λέγω φριχτή, γιατὶ οἱ πλειότερές τους εἶχαν ἄντρες καὶ ἀδέρφια στὴν Ξενιτειά, ποιὰ ἕνα χρόνο, ποιὰ δυὸ καὶ ποιὰ τρία. Σταυροκοπήθηκαν ὅλες ἀπὸ τὴν τρομάρα τους, ἐξὸν τῆς Κώσταινας, ποῦ εἶταν ἡ αἰτία τῆς συλλογῆς τους, κι' εἶπαν ἡ κάθε μιὰ χωριστά:

− Γλῦσέ μας, Θέ μ'!

− Τί ζουρλὴ ποῦ εἴσουν, καημένη κυρά, καὶ δὲν τὸν μούντζωνες, (εἶπε μιά), καὶ νὰ πάρ' ς κανέναν ἄλλο, ν' ἀποχτή'ῃς παιδιά…

− Ἂχ! καημένη! (ἀπολογήθηκε μὲ βαθὺν ἀναστεναγμὸ ἡ κακομοίρα ἡ Κώσταινα) Πέ, καημένη, νὰ σὲ φυλάξ' ὁ Θεός! Εἶναι εὔκολο θαρρεῖς νὰ ξεχάσῃ μιὰ γυναῖκα τὸ πρῶτό της τὸ στεφάνι; Ἂν μάθαινα πῶς ἀπέθανε, χώρις ἄλλο θἄπαιρνα τὸν ἀπόθωρό μου καὶ θὰ ξαναπαντρεύομουν, ἀλλὰ ποιὸς μοῦ εἶπε πῶς ἀπέθανε; Ὕστερα, πῶς νὰ ξεχάσω ἕναν ἄντρα, ποῦ δὲν τὸν γνώρισα σἂν ἄντρα, παρὰ μόνο σὰν ἀδερφό; Ξέρετε τί θὰ εἰπῇ αὐτό; Μιὰ βδομάδα μοναχὰ ζήσαμαν ἀντάμα, σἂν ἀδέρφια ἀγκαρδιακά, κι' ὕστερα… πάη, πάη, κι' ἀκόμα πάη!…

− Κι' εἶσαι ἄγγιχτη ἀκόμα;

Εἶπε μιά, ἡ πλειὸ περίεργη.

− Ντίπου ἄγγιχτη! ἀπολογήθηκε ἡ Κώσταινα. Μὰ τὸν Θεό, καὶ μὰ τὴν πίκρα τῆς Ξενιτειᾶς! Ὅταν παντρευτήκαμαν, ἐγὼ εἴμουν δέκα πέντε χρονῶν, κι' ἐκεῖνος − νἄσκαζα − εἶταν δώδεκα μοναχά. Δὲν τᾆχε κι' αὐτὰ σωστὰ ἀκόμα, καὶ δὲν ἤξευρε τίποτε ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια. Τὸν εἶχαν παντρέψει οἱ γοναῖοί του τόσο μικρόν, γιατὶ εἶταν ἀποφασισμένοι νὰ τὸν ξενιτέψουν, κι' ἐφοβῶνταν μὴ δὲ γυρίσῃ γλήγορα. Ἐξὸν ἀπ' αὐτό, δὲν εἶχαν κι' ἄλλο παιδί, οὔτε σερκό, οὔτε θηλκό, κι' εἶχαν οἱ καημένοι ἀνάγκη ἀπὸ πηρέτια. Θιὸς σχωρέσ' τὴν ψυχή τους, κι' ἅγιο τὸ χῶμά τους!

Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἔπαψε ἡ κακομοίρα ἡ Κώσταινα τὸ πικρό της τὸ ξεμολόγημα. Δυὸ φλογερὰ δάκρυα αὐλάκωσαν τὰ καταπάρθενα μάγουλά της, καὶ σὲ ὀλίγο ὅλη ἡ συνοδειὰ εἶταν μέσα στὸ χωριό, ὅπου ἄρχισαν νὰ χωρίζωνται, γιατὶ ἡ κάθε γυναῖκα ἔμπαινε στὸ σπίτι της.

Τὸ Μικρὸ Χωριὸ εἶναι ὄνομα καὶ πρᾶμμα μικρὸ χωριό. Ἔχει τὸ ὅλο δέκα μόνο σπίτια, χτισμένα μὲ ἄσπρο ἀσβεστολίθι καὶ σκεπασμένα μὲ ἄσπρες πλάκες. Κεραμίδια ἐκεῖ δὲν ξέρουν τί πρᾶμμα εἶναι. Τὰ πλειότερα σπίτια εἶναι ἰσόγεια, κι' εἶναι τὸ ἕνα κοντὰ στ' ἄλλο, καὶ δὲν χωρίζονται παρὰ ἀπὸ κανέναν κῆπο.

Τὴ βραδειὰ ἐκείνη ἀπὸ τὸ χειμωνιάτικο σκοτάδι ἔφεγγαν οἱ θύρες καὶ τὰ παράθυρά του. Ἡ μεγάλη κοκκινωπὴ ἀναλαμπή, ποῦ ἔβγαινε μέσα ἀπὸ τὰ σπίτια, δὲν εἶταν ἀπὸ τὰ πολλὰ λυχνάρια τους, ἀλλ' ἀπὸ τὰ ξηρὰ ξύλα, ποῦ ἔβαναν στὴ στιὰ καὶ γιὰ τὸ ζέσταμα τῶν ἀνθρώπων καὶ γιὰ τὸ φώτισμά τους ἀντάμα.

Ὁ οὐρανὸς λίγο−λίγο θολόνονταν πλειότερο, ἄστρο κανένα δὲν ἔφεγγε ψηλὰ του κι' ὁ Βοριᾶς ἄρχισε νὰ φυσάῃ πολὺ δυνατά. Τὸ Μικρὸ Χωριό, ἀφοῦ δείπνησε καὶ σιλάρωσε τὰ ζωοπράμματά του, ἔκλεισε τὲς θύρες του καὶ τὰ παράθυρά του κι' ἑτοιμάστηκε νὰ κλείσῃ τὰ μάτια του καὶ νὰ ριχτῇ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ ὕπνου, ὅσο ποῦ νὰ βαρέσῃ τὸ πρωϊνὸ ὁ παπᾶς τὸ σήμαντρο τῆς ἐκκλησιᾶς. Ὄξω ὁ λυσσιασμένος Βοριᾶς κόπασε κι' ἄρχισε νὰ χιονίζῃ. Τὸ χιόνι ἔπεφτε τόσο πυκνὸ καὶ πολύ, ὥστε ὅλο ἐκεῖνο τὸ σκοτάδι τῆς συννεφιασμένης νύχτας ἄλλαξε ὄψη.

Μὲς ἀπὸ τὰ σπίτια ἑτοιμάζονταν τὸ Μικρὸ Χωριὸ νὰ κοιμηθῇ, γιὰ νὰ ξυπνήσῃ, ὅταν βαρέσῃ ὁ σήμαντρος τῆς ἐκκλησιᾶς, ὄξω ἀπὸ τὰ σπίτια χιόνιζε ἀκατάπαυστα καὶ γαύγιζαν τὰ σκυλλιά, κι' ἀπάνω σ'αὐτὸ ἕνας γλυκὸς ἦχος κυπριοῦ ἀχολογοῦσε στὸ σκοτάδι μελαγχολικὰ−μελαγχολικὰ «τρίγκ… τρίγκ… τρίγκ… τρίγκκκ.»

− Γιατί γαυγίζουν τὰ σκυλλιὰ «γκάβου. γκάβου. γκάβου»; Ποιὸς εἶν' ὁ ξένος ποῦ φέρνει γύρα τὸ χωριὸ τὴ νύχτα «γκρούπ… γκρούπ… γκρούπ» καβάλλα στὸ μουλάρι, πὤχει τὸ κυπρὶ ποῦ λαλάει γλυκὰ−γλυκὰ «τρίγκ… τρίγκ… τρίγκκκ»;

Τὸ φάνισματοῦ ξένου τὤμαθε τὸ Μικρὸ Χωριὸ ἀπὸ τὲς γυναῖκες, ποῦ πῆγαν στὸ ποτάμι γιὰ νερὸ, ἀλλὰ πάντεχαν, ὅτι θᾆχε κανένα γνώριμο στὸ χωριό, κι' ὅτι πῆγε ἐκεῖ, ἀλλὰ τὰ γαυγίσματα τῶν σκυλλιῶν «γκάβου… γκάβου… γκάβου…» καὶ το ποδοβολητὸ τοῦ μουλαριοῦ «γκρούπ… γκρούπ… γκρούπ» καὶ τὸ λάλημα τοῦ κυπριοῦ «τρίγκ… τρίγκ… τρίγκκκ..» ἔδωσαν εἰς τὸ Μικρὸ Χωριὸ νὰ καταλάβῃ, ὅτι ὁ ξένος δὲν πῆγε σὲ κανένα σπίτι, κι' ὅτι δὲν εἶχε κανένα γνώριμο στὸ χωριό.

Οἱ θύρες τότες ἄνοιγαν μιὰ−μιά, καὶ μιὰ γλυκὴ φωνὴ ἔβγαινε ἀπὸ μέσα:

− «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', ἂν εἶσαι Χριστιανὸς, κι' ὅ,τι κι' ἂν εἶσαι, θαὐρῇς φωτιὰ νὰ ζεσταθῇς, καὶ ψωμὶ νὰ χορτά'ῃς…»

Ἀλλ' ὁ ξένος ἐχανόνταν σἂν ἴσκιωμα, χωρὶς νὰ δώσῃ ἀπάντηση στὸ εὐγενικὸ προσκάλεσμα, ἀπὸ πίσω του ἀκολουθοῦσαν μανιωμένα τὰ σκυλλιά, γαυγίζοντας, καὶ μοναχὰ τὸ λάλημα τοῦ κυπριοῦ τοῦ μουλαριοῦ του ἀκούονταν γλυκὰ καὶ θλιβερὰ «τρίγκ… τρίγκ… τρίγκκκκ».

Ὁ ἀγνώριστος ξένος πέρασε μπροστὰ ἀπ' ὅλες τὲς ἐξώθυρες, στάθηκε μπροστὰ σ' ὅλες, ὅλα τὰ σπίτια τοῦ Μικροῦ Χωριοῦ ἕνα−ἕνα τὸν προσκάλεσαν:

− «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', ἀν εἶσαι Χριστιανός, κι' ὅτι κι' ἀν εἶσαι, θαὐρῇς φωτιὰ νὰ ζεσταθῇς καὶ ψωμὶ νὰ χορτά'ῃς».

Ἀλλ' ἐκεῖνος χάνονταν σἂν ἴσκιωμα, χωρὶς νὰ δώσῃ ἀπάντηση στὸ εὐγενικὸ προσκάλεσμα, ἀπὸ πίσω του ἀκολουθοῦσαν μανιωμένα τὰ σκυλλιά, γαυγίζοντας «γκάβου…γκάβου…» καὶ μοναχὰ τὸ λάλημα τοῦ κυπριοῦ τοῦ μουλαριοῦ του ἀκούονταν θλιβερὰ στὸ βαθὺ σκοτάδι τῆς νύχτας «τρίγκ…τρίγκ…τρίγκκκ…»

Μοναχὰ ἑνὸς σπιτιοῦ δὲν ἄνοιξε ἡ θύρα, μοναχὰ ἑνὸς σπιτιοῦ τὸ σκυλλὶ δὲ γαύγισε «γκάβου…γκάβου…γκάβου…» καὶ μοναχὰ ἀπὸ ἕνα σπίτι δὲν ἀκούστηκε τὸ προσκάλεσμα:

− «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', ἂν εἶσαι Χριστιανός, κι' ὅ,τι κι' ἂν εἶσαι, θαὐρῇς φωτιὰ νὰ ζεσταθῇς καὶ ψωμὶ νὰ χορτά'ῃς».

Αὐτὸ τὸ σπίτι εἶταν τῆς Κώσταινας, ποὖχε τὸν ἄντρα της σαράντα χρόνια στὰ Ξένα, χωρὶς γράμμα καὶ χωρὶς ἀντιλογιά.

Ἡ Κώσταινα, ἐπειδὴς εἶταν μοναχή της, δὲν ἐδέχονταν ξένους χωρὶς γνῶρο, ἀλλ' ἀκολοῦθε μὲ τ' αὐτί τὸ ποδοβολητὸ τοῦ μουλαριοῦ «γκρούπ…γκρούπ…γκρούπ…» καὶ τὸ γλυκὸ λάλημα τοῦ κυπριοῦ «τρίγκ…τρίγκ…τρίγκ…»

Ὁ ἀγνώριστος ξένος δέκα φορὲς ἔφερε τὸ Χωριὸ ἄνω κάτω. Ξέταξε ὅλα τὰ σπίτια ἕνα−ἕνα, σἂ νἄθελε νὰ βρῇ καμμιὰ ἐξώθυρα γνώριμη, ἀλλὰ ἔχανε τὸν κόπο του τοῦ κάκου. Δὲν μποροῦσε ναὐρῇ τίποτε. Ὅλα τοῦ εἶταν ξένα. Ὅλα τοῦ εἶταν ἄγνωστα. Φαίνονταν, σἂ νὰ γνώριζε, ὅτι εἶταν μέσα στὸ Μικρὸ Χωριό, ἀλλὰ τὸ χωριὸ δὲν εἶταν αὐτὸ. Εἶχ' ἀλλάξει ὄψη. Τὰ σπίτια εἶταν ἀλλοιώτικα, οἱ ὀβοροὶ ἀλλοιώτικοι, οἱ δρόμοι ἀλλοιώτικοι, ἡ ἐκκλησιὰ ἀλλοιώτικη: τὰ ὅλα ἀλλοιώτικα, καὶ γι' αὐτὸ, ὅταν τὸν ἐκυνηγοῦσαν τὰ σκυλλιὰ ἀληχτῶντας «γκάβου…γκάβου…γκάβου» κι' ἄκουε τὸ σπλαχνικὸ προσκάλεσμα:

− «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', ἂν εἶσαι Χριστιανός, κι' ὅ,τι κι' ἂν εἶσαι, θαὐρῇς φωτιὰ νὰ ζεσταθῇς καὶ ψωμὶ νὰ χορτά'ῃς».

Ἔφευγε κι' ἀκόμα ἔφευγε σἂν ἴσκιωμα, χωρὶς ν' ἀπολογηθῇ στὸ εὐγενικὸ προσκάλεσμα, ἀφίνοντας ὀχ πίσω του μοναχὰ τὸ γλυκὸ λάλημα τοῦ κυπριοῦ τοῦ μουλαριοῦ του «τρίγκ…τρίγκ…τρίγκκκ…»

Τὸ Μικρὸ Χωριὸ, ἐξὸν τῆς Κώσταινας, ὅλο ἔγεινε ἄνω−κάτω, γιατὶ δὲ μποροῦσε νὰ καταλάβῃ, ἂν ὁ ἄνθρωπος, ποῦ εἶταν καβάλλα στὸ μουλάρι, κι' ἔφερνε γύρα τὸ χωριό, εἶταν ἄνθρωπος ἢ ἴσκιωμα… Ἄνθρωπος δὲν εἶταν δυνατὸ νὰ εἶταν, γιατί, ὡς ἄνθρωπος, θὰ εἶχεν ἀνάγκη γιὰ ζέστα, γιὰ θροφὴ καὶ γιὰ ὕπνο. Κι' ἐπειδὴς φαίνονταν ὅτι δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπ' ὅλα αὐτά, εἶταν χωρὶς ἄλλο ἴσκιωμα!…

Μὲς ἀπὸ τὰ σπίτια τοῦ Μικροῦ Χωριοῦ βασίλευε ἀμολόγητος φόβος, ὄξω ἀπὸ τὰ σπίτια χιόνιζε ἀκατάπαυτα. Ἀκούονταν οἱ ἀληχτησιὲς τῶν σκυλλιῶν καὶ τὸ κακὸ τὸ λάλημα τοῦ κυπριοῦ «τρίγκ…τρίγκ…τρίγκκκ…». Γι' αὐτὸ δὲν ἀνοίχτηκε πλειὸ καμμιὰ θύρα καὶ καμμιὰ σπλαχνικὴ φωνὴ δὲν προσκάλεσε πλειὸ τὸν ξένον σἂν πρίν:

−«Κόπιασε μέσα, ξένε μ', ἂν εἶσαι Χριστιανός, κι' ὅ,τι κι' ἂν εἶσαι, θαὐρῇς φωτιὰ νὰ ζεσταθῇς καὶ ψωμὶ νὰ χορτά'ῃς».

Καρδιοχτύπι φοβερὸ εἶχε πιάσῃ ὅλο τὸ Μικρὸ Χωριό, ἐξὸν τῆς νυφοκόρης, τῆς Κώσταινας, ποῦ περίμενε μ' ἀνυπομονησιὰ νὰ χτυπήσῃ τὸ σήμαντρο τῆς ἐκκλησιᾶς καὶ νὰ πάῃ τὸ ἴσκιωμα μαζὺ μὲ τὸ μουλάρι του καὶ μὲ τὸ κυπρί του στ' ἄφαντα καὶ στὰ κατακλείδια τῆς γῆς, ὅπου ἔχει τὸ κατοικειό του, ἀλλὰ ὁ σήμαντρος δὲν ἀκούονταν…

−Τί νἄχῃ τρέξῃ τάχα; Μὴ δὲν μπόρεσε νὰ βγῇ ὁ παπᾶς ἀπὸ τὸ χιόνι κι' ἀπὸ τὸ γειτονικὸ χωριὸ νἄρχεται κάθε γιορτὴ νύχτα νὰ λειτουργάῃ; − Κακὸ χωριὸ τὰ λίγα σπίτια! − Τί κατάρα στὸ καημένο τὸ Μικρὸ Χωριὸ νὰ μὴν ἔχῃ ποτὲ δικό του παπᾶ!

− Κικιρίκουουουουου!

Λαλοῦν τ' ἀρνίθια. Εἶναι ὥρα ποῦ τὰ ἰσκιώματα τῆς νύχτας γκρεμοτσακίζονται καὶ φεύγουν ἀπὸ τὸν ἀπάνω−κόσμο!

Κοντεύει νὰ χαράξῃ! Κοντεύει νὰ βαρέσῃ ὁ σήμαντρος!

Τὸ Μικρὸ Χωριὸ ἀναλαβαίνει λίγο θάρρος.

− Δόξα σοι ὁ Θεός! Τώρα ὅπου κι' ἂν εἶναι θὰ βγῇ ὁ παπᾶς καὶ θὰ βαρέσῃ τὸ σήμαντρο! Λάκκισε τὸ ἴσκιωμα!

− Κικιρίκουουουουου!…

Λαλοῦν τὰ πετείνια δεύτερη φορά.

− «Τσίγκ−τσάγκ, τσίγκ−τσάγκ, τσίγκ−τσάγκ!…»

Χτυπάει ο σήμαντρος!

Γλυκοχαράζει βαθυὰ ἡ ἀνατολὴ μέρα μὲ ξαστεριά.

Ὅλο τὸ Μικρὸ Χωριὸ ἀνοίγει τὲς θύρες του. Πηγαίνει στὴν ἐκκλησιὰ κι' εἶναι βέβαιο, ὅτι τὸ ἴσκιωμα πῆρε μὲ τὴν ὥρα του τὸ δρόμο τοῦ ποταμοῦ. Καὶ στὰ σωστὰ φαίνονταν ὁ τορὸς τοῦ μουλαριοῦ ψηλὰ στὸ χιόνι νὰ καταιβαίνῃ στὸν ποταμό.

Ἡ ἐκκλησιὰ στὴ στιγμὴ γέμισε ἀπ' ἀνθρώπους, ἄντρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ κι' ὁ παπᾶς ἔλεγε τὰ γράμματα τῆς λειτουργιᾶς.

Ἡ μοναχὴ κουβέντα, πὤκαναν μέσα στὴν ἐκκλησιὰ, εἶταν τὸ φάνισμα τοῦ ἰσκιωματιοῦ τὴ νύχτα μέσα στὸ χωριό, καὶ τόσο πολὺ ἡ κουβέντα αὐτὴ ἔπαιρνε κι' ἔδινε, ὥστε κι' οἱ ἄντρες κουβέντιαζαν, πρᾶμμα ποῦ μόνον οἱ γυναῖκες τὤκαναν ὥς τὰ τότε, κι' ἔκαναν πάντα τὸν παπᾶ νὰ τοὺς φωνάζῃ μὲς ἀπὸ τὸ γιερό:

− «Σωπᾶστε, γυναῖκες»!,…

Ὁ καθένας ἔλεγε τ' ἀλλουνοῦ σιγανὰ γιὰ τὸ ἴσκιωμα, πῶς τὸ κατάλαβε πῶς εἶταν, γιὰ τὸ μουλάρι του, ποῦ εἶταν καβάλλα, καὶ γιὰ τὸ λάλημα τοῦ κυπριοῦ. Οἱ γυναῖκες π' ἀγαποῦνε φυσικὰ πολὺ τὴν κουβέντα λησμόνησαν ὅτι βρίσκονταν στὴν ἐκκλησιά, κι οὔτε ἄκουγαν τὸν παπᾶ, ποῦ τοὺς ἔλεγε κάθε λίγο μὲ θυμό:

− «Σωπᾶστε, καταραμένες»!

Ὅλον τὸν νοῦ τους τὸν εἶχαν στὸ ἴσκιωμα καὶ πλειότερο ἐκεῖνες, ποῦ πῆγαν τὸ βράδυ στὸν ποταμὸ γιὰ νερὸ. Ἡ μιὰ ἔλεγε πῶς εἶδε, ὅτι τὸ ἴσκιωμα εἶχε γένεια μακρυά, ὣς τὰ γόνατα, ἡ ἄλλη, ὅτι εἶχε κἄτι νύχια, Παναγιά μου! μακρυὰ καὶ σουβλερά μιὰ πιθαμή μακρύτερα ἀπὸ τὰ δάκτυλά του, ἄλλην ὅτι τὸ μουλάρι δὲν εἶχε οὐρά, κι' ἐκεῖνο τὸ πρᾶμμα, ποῦ φαίνονταν σἂν οὐρὰ εἶταν ἡ οὐρὰ τοῦ ἰσκιωματιοῦ. Ἄλλες πάλε ἔλεγαν ἄλλα, σὲ τρόπο, ποῦ μποροῦσε κανένας νὰ πιστέψῃ − ἂν πίστευε τὰ γυναικίσια λόγια − ὅτι τὸ ἴσκιωμα ἐκεῖνο εἶταν χίλιων λογιῶν, καὶ ὅτι εἶταν ὁ ἴδιος ὁ Ζερζεβούλης.

Μοναχὰ ἡ Κώσταινα, ἡ νυφοκόρη τοῦ χωριοῦ, δὲν ἀνακατεύτηκε στὲς κουβέντες, ἀλλὰ σκέκονταν κοντὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς, τὴν παρακαλοῦσε μέσα πὸ τὰ φυλλοκάρδια της νὰ κάνῃ τὸ θᾶμά της, καὶ νὰ φέρῃ τὸν Κώστα της, ποῦ ἔλειπε μιὰ ζωή, τὸν φαντάζονταν ἴσως παιδὶ ἀκόμα, σἂν ποῦ τὸν εἶχε ἰδεῖ τὴν κοντινὴ τὴ φορά, ὅταν τὸν ξεκίνησε γιὰ τὰ ἔρημα τὰ Ξένα, φορῶντας ἀκόμα τὰ χρυσὰ τὰ τέλια στὸ κεφάλι της. Τῆς ἔρχονταν στὸ νοῦ της ἡ ἀνυπαντροπαντρεμένη ζωὴ σαράντα χρονῶν, ποῦ πέρασε, ἀφόντας βγῆκε ἀπὸ τὸ πατρικό της, σἂ νύφη καὶ σἂν παρθένα. Κι' ὅσο ζοῦσαν τὰ πεθερικά της ἀντιστέκονταν ὁ πόνος, ποὖχε γιὰ τὸν πολυαγαπημένο της τὸν Κώστα, στὸ πρόσωπο ἐκεινῶν, ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ τὸ θάνατό τους ἔμεινε σἂν τὸν κοῦκκο μοναχή, ἀνάμεσα στοὺς τέσσερους τοίχους, χωρὶς γράμμα καὶ χωρὶς ἀντιλογιά. Ἀλλὰ στὴν ἐπανάσταση τοῦ 1854, ὅταν μαζὺ μὲ ἄλλα χωριά τῆς Μακεδονίας, τῆς Θεσσαλίας καὶ τῆς Ἤπειρως κάηκε καὶ τὸ Μικρὸ Χωριὸ καὶ μαζὺ μὲ τὸ Μικρὸ Χωριὸ κάηκε καὶ τ' ὤμορφο τὸ σπίτι της, ἔμεινε στοὺς πέντε δρόμους μοναχή, σἂν ἡ σταλαμματιὰ ἀπὸ τὸ δέντρο, κι' εἶδε κι' ἔπαθε μὲ τὰ ξενοδούλια, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ βγάλῃ τὰ ἔξοδα, γιὰ νὰ βάλῃ μαστόρους νὰ χτίση, ὄχι σἄν τὸ σπίτι, ποὖχε πρῶτα μὲ ἀνώγια καὶ κατώγια, ἀλλὰ ἕνα χαμηλὸ σπιτάκι, μὲ δυὸ στιὲς μονάχα, γιατὶ δὲν εἶχε τίποτε ἄλλο, παρὰ πεντέξη γιδάκια καί τρία τέσσερα προβατάκια γιὰ νὰ ντυέται καὶ ν' ἀρμέγει.

Ἐπειδὴ εἶταν ὤμορφη, τίμια καὶ νοικοκυρά, πολλὲς φορὲς τὴ γύρεψαν νὰ τὴν πάρουν, ἀλλ' ἐκείνη δέν θέλησε ν' ἀκούσῃ γιὰ δεύτερη παντρειά. Πρόσμενε πάντα καὶ παρηγοροῦσε τὴν ἐρημιά της, μ' ἕνα γράμμα, μοναχὸ γράμμα, ποῦ εἶχε στείλῃ ὁ Κώστας στοὺς γονεῖς του, ἅμα ἔφτασε στὰ Ξένα. Τὸ γράμμα αὐτὸ τὸ φύλαγε μέσα στὸ νυφικό της τὸ φέσι μὲ τὰ τέλια τὰ χρυσά, καὶ κάθε φορὰ ποῦ ἤκουεν ὅτι ἡ τάδε ἔλαβε γράμμα ἀπὸ τὸν ἄντρα της, ἔβγαζε κι' αὐτὴ ἀπὸ τὴ χιλιοπλουμισμένη κασσέλλα της τὸ γράμμα αὐτὸ καὶ πήγαινε στὸν παπᾶ νὰ τῆς τὸ διαβάσῃ. Κατόπι τὸ δίπλονε πάλε μὲ μεγάλη ἔγνοια καὶ το ξανάβαζε στὴ μοσκομυρισμένη ἀγκαλιὰ τοῦ νυφικοῦ της φεσιοῦ μὲ τὰ χρυσὰ τὰ τέλια, ποὖχε μέσα στὴ χιλιοπλουμισμένη της τὴν κασσέλλα.

Σαράντα χρόνια ἐκεῖνο τὸ γράμμα, ποῦ ἀντιπροσώπευε τὸν πολυαγαπημένο τὸν ἄντρα τῆς Κώσταινας, ἐκοιμήθη μέσα στὴν μοσκομυρισμένη ἀγκαλιὰ τοῦ νυφιάτικου φεσιοῦ της, μὲ τὰ χρυσὰ τὰ τέλια, ποῦ ἀντιπροσώπευε τὲς νυφιάτικες τὲς μέρες της. Αὐτὰ τὰ δύο πράμματα: τὸ γράμμα καὶ τὸ φέσι εἶταν τὰ μόνα μὲ τὴν κασσέλλα, ποῦ σκέφτηκε ἡ Κώσταινα νὰ γλυτώσῃ στὴν ἐπανάσταση τοῦ 1854, τότε ποῦ τὰ σπίτια μαζὺ μὲ τὸ βιὸ ὅλου τοῦ χωριοῦ ἔγειναν φλόγες.

Ἐκεῖ μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγιᾶς θυμόταν ἡ καημένη ἡ Κώσταινα τὰ λόγια, ποὖχε μέσα τοῦ Κώστα της τὸ γράμμα, ποῦ ἔγραφε στοὺς γοναίους του νὰ προσέχουν τὴ νύφη τους καὶ νὰ μὴν τὴ μαλλόνουν. Αὐτὰ τὰ λόγια ποῦ ἤκουε ταχτικά, ὅσες φορὲς ἔδινε τὸ γράμμα της νὰ τὸ διαβάσῃ ὁ παπᾶς, ξανάνειοναν τὴν ὑπομονὴ της στὰ στῆθια της, καὶ παίρνοντας καινούργιο θάρρος ἔλεγε μέσα της:

− Ὁ Κώστας μου μ' ἀγαπάει… δὲ γίνεται νὰ μὲ λησμονήσῃ! Θἄρθῃ μιὰ μέρα!

Ἀναβάνοντας ὅλα αὐτὰ ἡ καημένη ἡ Κώσταινα στὸ νοῦ της, κύτταζε τὴν Παναγιὰ στὰ μάτια, κι' ἔχοντας τὰ μάτια γεμᾶτα δάκρυ καὶ κάνοντας τὸ σταυρὸ της ἔλεγε:

− Παναγίτσα μ', κάνε τὸ θᾶμά σ'!

Ἐνῷ ἡ Κώσταινα βρίσκονταν μοναχή της, μὲ τὲς σκέψεις της καὶ μὲ ὅσα τῆς θύμιζαν τὰ σαράντα χρόνια τοῦ ζωντανοῦ ξεχωρισμοῦ, κι' ἡ λειτουργιὰ εἶταν στὸ «ἐξαιρέτως» ἀνοίγει ἀπ'ἔξω ἡ θύρα τῆς ἐκκλησιᾶς καὶ μπαίνει μέσα μὲ βαρυὰ πατήματα ἄνθρωπος ψηλὸς καὶ δασύς, ἡλικίας πενῆντα χρονῶν καὶ παραπάνω, μὲ φορέματα ξενιτεμένου, κι' ἀπὸ τὴ θύρα πὤμενε πίσω του μισογυρισμένη μπῆκε καὶ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, ποῦ ἄρχισε νὰ ξανοίγῃ, κι' ἀκούστηκε τὸ λάλημα τοῦ κυπριοῦ «τρίγκ…τρίγκ…τρίγκκκκ».

Ὁ ξένος πῆγε ἴσια μπροστὰ στὴν Παναγιά, κι' ἐνῷ οἱ Μικροχωρίτες ἔμεναν ξαπορεμένοι, αὐτὸς ἄναψε μιὰ μεγάλη ἄσπρη λαμπάδα, σταυροκοπήθηκε, προσκύνησε κι' ἄρχισε ν' ἀσπάζεται τὰ εἰκονίσματα τοῦ τέμπλου ἀπὸ τὸ Χριστὸ ὡς τὸν Προφήτη−Ἠλία, κι' ὕστερα τραβήχτηκε σ' ἕνα στασίδι. Ὅλοι ἔβλεπαν μ' ἀπορία τὸν ξένο καὶ μὲ φόβο παρατηροῦσαν γιὰ νὰ βροῦν κανένα πρᾶμμα, ποῦ νὰ μοιάζῃ μὲ τὸ ἴσκιωμα τῆς νύχτας. − Ἀλλὰ πάλε μπορεῖ νὰ μπῇ ἴσκιωμα στὴν ἐκκλησιά; Λοιπὸν αὐτὸς δὲν εἶναι ἴσκιωμα!

− Ἀλλὰ ποιὸς νᾆναι;

Τέτοιες ἀπάνω−κάτω εἶταν οἱ σκέψεις τοῦ κάθε Μικροχωρίτη, ἅμα εἶδαν ἐκεῖνον τὸν ξένο, καὶ δὲν ἔβλεπαν τὴν ὥρα πότε νὰ σκολάσῃ ὁ παπᾶς τὴ λειτουργιὰ καὶ νὰ τὸν ρωτήσουν ποιὸς εἶναι, ποῦθε ἔρχεται καὶ ποῦ πάει. Τέλος σ' ἕνα κομμάτι ὥρας σκόλασε ἡ λειτουργιά, κι' ὁ προὔχοντας τοῦ Μικροῦ Χωρίου, κατὰ τὸ συνήθειο, προσκάλεσε τὸν ξένο στὸ σπίτι του μὲ τὴν ἰδέα νὰ μάθῃ ἐκεῖ ποιός εἶναι καὶ δὲν εἶναι. Ὁ ξένος, σκεφτικὸς καὶ μελαγχολικὸς, ἔλυσε τὸ μουλάρι του, ἀπὸ ἕνα δέντρο, ποῦ τὸ εἶχε δεμένο, κι' ἀκολούθησε τὸν προὔχοντα, σἄ χωρὶς νὰ θέλῃ. Ὅλοι οἱ Μικροχωρίτες ἔρριξαν τὰ μάτια στὸν ξένο, σἂ νά εἰταν κἄτι τι περίεργο καὶ ἀφύσικο, ποῦ μποροῦσε ν' ἀγρυπνάῃ τὴ νύχτα ἔξω μὲ τὰ σκυλλιὰ καὶ μὲ τὰ σκοτάδια, καὶ νὰ μπαίνῃ τὴν ἡμέρα στὴν ἐκκλησιὰ καὶ ν' ἀνταμόνεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

Πρὶν νὰ φτάσῃ ὁ προὔχοντας μὲ τὸν ξένο στὸ σπίτι του, πέρασαν μπροστὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς νυφοκόρης τῆς Κώσταινας. Αὐτή, ἐκείνη τὴ στιγμή, στέκονταν στὴν πορεία της, κι' ἐπειδὴ αἰστάνονταν λιθοπάτημα, κάθε φορὰ ποῦ ἔβλεπε ἄνθρωπο μὲ φορέματα ξενιτεμένα, εἶπε στὸν προὔχοντα ντροπαλὰ−ντροπαλά, πρὶν ἐκεῖνος τῆς δώσῃ τὴν «καλημέρα».

− Κοπιᾶστε, ἀφέντη, ἀπὸ τὸ σπίτι μ' πρῶτα, ἔτσι νὰ ζήσῃς, νὰ σᾶς κεράσω ὀρθοὺς ἕνα ρακί, γιὰ νὰ μοῦ εὐκηθῆτε τὸ νὰ «καλοδεχτῶ».

Ὁ προὔχοντας, γέροντας σεβάσμιος καὶ γλυκός, δὲ μπόρεσε νὰ μὴ δεχτῇ τὸ προσκάλεσμα τῆς δυστυχισμένης ἐκεῖνης γυναίκας, ποῦ τὴν εἶχε συντρέξῃ πολλὲς φορὲς καὶ μὲ τὴν ὑπόληψή του καὶ μὲ χρήματα, κι' ἔστριψε νὰ μπῇ στὸν αὐλόγυρό της. Ἅμα εἶδε αὐτὸ ἡ Κώσταινα, μὲ γληγοράδα ζαρκαδιοῦ μπῆκε μέσα στὸ σπίτι της, γιὰ νὰ στρώσῃ κατὰ γῆς τὴν καλή της τὴν προκόβα καὶ νὰ ρίξῃ τὸ πλουμισμένο προσκέφαλο. Ὁ προὔχοντας κοντοστάθηκε λίγο στὴν αὐλή, καὶ θεώρησε ἀνάγκη νὰ δικαιολογήσῃ τὴν ἐπίσκεψη αὐτή:

− Ἄς σταθοῦμε, τοῦ εἶπε, μιὰ στιγμὴ σ' αὐτὴ τὴ φτωχή. Εἶναι ξενιτεμένη πολλὰ χρόνια, δίχως γράμμα καὶ δίχως ἀντιλογιά, καὶ δὲν ἀπελπίστηκε ἀκόμα, περιμένοντας τὸν ἄντρα της ἀπὸ τὰ Ξένα.

Σ' αὐτὰ τὰ λόγια ὁ ξένος, σέρνοντας ἀπὸ πίσω του τὸ μουλάρι μὲ τὸ κυπρί, ποῦ λαλοῦσε ἀκατάπαυτα «τρίγκ−τρίγκ−τρίγκκκκ…» στάθηκε, σἂ νὰ ἤθελε νὰ βρῇ μὲ τὸ μάτι του κἄτι τι, ἢ νὰ θυμηθῇ κἄτι τι. Ἀχτῖδα χαρᾶς φώτισε τὸ πρόσωπό του, ποὖχε κάνει ἡ μελαγχολία σκοτεινό, ἀλλ' ἡ ἀχτῖδα ἐκείνη ἰσκιώθηκε κι' ἔσβυσε στὴ στιγμή, καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ ξένου ντύθηκε τὴν πρώτη σκυθρωπάδα. Δὲν εἶχαν ξεπεράσει ἀκόμα τὴ μέση τῆς αὐλῆς ὁ προὔχοντας μὲ τὸν ξένον, ὅταν τὸ μουλάρι τοῦ ξένου χλιμήτρησε, καὶ τὸ σκυλλὶ τῆς Κώσταινας πετάχτηκε ἀπὸ τὸ κουμάσι του καὶ χωρὶς ν' ἀληχτήσῃ περικύκλωσε τὸν ξένο καὶ ρίχνονταν γύρα του περίχαρο. Ὁ προὔχοντας πῆρε αὐτὰ τὰ δυὸ σημάδια, δηλαδὴ τὸ χλιμήτρημα τοῦ μουλαριοῦ καὶ τὰ πηδήματα τοῦ σκυλλιοῦ γιὰ καλὸν οἰῶνα, καὶ φώναξε δυνατά:

− Τὰ σχαρήκια, Κώσταινα…

Ὁ ξένος εἶχεν ἀκούσει, ὅτι ἡ Κώσταινα εἶταν ξενιτεμένη πολλὰ χρόνια, χωρὶς γράμμα καὶ χωρὶς ἀντιλογιά, ἀκούοντας τώρα, ὅτι τὴν ἔλεγαν καὶ Κώσταινα, καὶ τὸν προὔχοντα νὰ φωνάζῃ «τὰ σχαρήκια…» κοντοστάθηκε λίγο, κλονίστηκε, σἂν κυπαρίσσι, ποῦ τὤχει κόψει τὲς ρίζες του ὁ ξυλοκόπος, ἄφησε ἀπὸ τὰ χέρια του τὸ καπίστρι τοῦ μουλαριοῦ, γονάτισε καὶ σωριάστηκε κατὰ γῆς, ψηλὰ στὸ χιόνι. Βλέποντας τοῦτο ὁ προὔχοντας σκιάχτηκε καὶ φώναξε μ' ὅλα τὰ δυνατά του:

− Τρέξ' ὄξω, σκύλλα Κώσταινα, μὲ τὴ βουτσέλλα, λιγοθύμησ' ὁ ξένος!…

Ἡ Κώσταινα πετάχτηκε ξυπόλυτη ἔξω, κρατῶντας στὰ χέρια της τὴ βουτσέλλα γεμάτη νερὸ κι' ἄρχισε νὰ τὴν χύνῃ στὸ κεφάλι τοῦ ξένου. Στὴν στιγμὴ ἔτρεξαν κι' οἱ γειτόνοι, σήκωσαν τὸν ξένο στὰ χέρια καὶ τὸν ἔβαλαν ψηλὰ στὴν προκόβα, ποὖχε στρωμένη ἡ Κώσταινα, καὶ τὸν σκέπασαν μὲ τὴν καινούργια τὴν στέργα, ἐνῷ ὁ προὔχοντας, νομίζοντας ὅτι προσβάλλονταν ἡ φιλοτιμία του, ἐπέμενε νὰ σηκώσουν τὸν ἄρρωστο καὶ νὰ τὸν πᾶνε στὸ σπίτι του, γιατὶ εἶταν προσκαλεσμένος του, καὶ νὰ μὴ τὸν ἀφήσῃ νὰ κοιταστῇ σὲ ἄλλο σπίτι, καὶ μάλιστα στῆς φτωχότερης καὶ τῆς ὀρφανώτερης τοῦ χωριοῦ, ἀλλ' ἡ Κώσταινα δὲν ἔστρεγε, καὶ τοῦ εἶπε μὲ μύτη:

− Ἐδῶ πὤπεσε, ἀφέντη, ὁ ἄνθρωπος, ἐδῶ καὶ θὰ μείνῃ, κι' ἂν εἶμαι φτωχή, ὁ ἄντρας μ' νὰ ζήσ'…ποιὸς ξέρ';…

Ἕνεκα ποῦ λιγοθύμησε ὁ ξένος τόσο ξαφνικὰ καὶ τόσο ἀνεπάντεχα, ἔτρεξε ὅλο τὸ χωριὸ στὸ σπίτι τῆς Κώσταινας, γιὰ νὰ μάθουν τί καὶ πῶς ἔγεινε, ἀλλὰ ὁ ξένος κοίτονταν βουβὸς καὶ δὲ μποροῦσε νὰ μιλήσῃ. Σ' αὐτὸ ἀπάνω κατάφτασε κι' ὁ παπᾶς, γιατὶ εἶχε μάθει ἀπὸ πρὶν ὅτι κἄποια σχέση εἶταν ἀνάμεσα τοῦ ἰσκιωματιοῦ, ποῦ φάνηκε τὴ νύχτα κι' ἐκεινοῦ τοῦ ξένου. Πέρασε στὴ στιγμὴ τὸ πετραχήλι στὸ λαιμὸ κι' ἄρχισε τοὺς ξορκισμούς, ποῦ τοὺς ἤξερε ἀπ' ἔξω.

Ὁ παπᾶς αὐτὸς ἦταν ξακουσμένος γιὰ τὸ μνημονικό του, γιατὶ γνώριζε ἀπ' ἔξω ὅλα τὰ βιβλία τῆς ἐκκλησιᾶς: Βαγγέλιο, Ἀπόστολο, Ψαλτήρι, Χτωήχι, Ρολόγι, Τριῴδι, Πεντηκοστάρι καὶ ὅλα τὰ γράμματα τῶν γιορτῶν, πὤχουν τὰ Μηναῖα. Κοντολογία: αὐτὸς ὁ παπᾶς εἶταν τὸ θᾶμα ὅλων τῶν χωριῶν, ποῦ εἶταν γύρα στὸ Μικρὸ Χωριό, κι' ἅμα χτυποῦσε τὸ σήμαντρο, ἔμπαινε ἀμέσως στὴ λειτουργιά.

Ὁ παπᾶς δὲν εἶχε εἰπῆ δυὸ−τρεῖς ἐξορκισμούς, ὅταν ὁ λιγοθυμισμένος ξένος ἄνοιξε τὰ μάτια του καὶ μὲ φωνὴ τρεμουλιαστὴ εἶπε σ' ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποῦ βρίσκονταν γύρα του:

− Καλῶς σᾶς ηὗρα χωριανοί! Εἶμαι ὁ Κώστας! Εἶμαι ὁ νοικοκύρης τῆς νοικοκυρᾶς….

Ἤθελε νὰ εἰπῇ ὅτ' εἶταν ὁ ἅντρας τῆς Κώσταινας, ἀλλὰ τὸ συνήθειο τῆς πατρίδας ἐμποδίζει νὰ λέγωνται στὤνομα μπροστὰ στοὺς ἄλλους, τ' ἀντρόγυνα. Ἐξ αἰτίας ἀπ' αὐτὸ ἀναγκάστηκε νὰ τὸ εἰπῇ μὲ ἄλλα λόγια.

Ἅμα ἤκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ἡ Κώσταινα, τἄχασε ὁλότελα. Δὲν ἤξερε τί ἔλεγε. Δὲ μποροῦσε νὰ σταθῇ στὰ ποδάρια της, οὔτε νὰ πάῃ ἐκεῖ ποῦ ἤθελε. Ἀλλοῦ ἤθελε νὰ πάῃ, κι' ἀλλοῦ πήγαινε. Ἤθελε νὰ δείξῃ τὴ χαρά της μὲ λόγια, ἀλλὰ δὲ μποροῦσε νὰ πῇ τὰ λόγια, ποῦ ἤθελε. Στὸ τέλος τῆς δέθηκε κι' ἡ γλῶσσα, χέρια, ποδάρια, κορμὶ εἶχαν ὅλα πιαστῆ ἀπὸ τὴ χαρά.

Ὁ παπᾶς βλέποντας, ὅτι οἱ ἐξορκισμοί του ἔφεραν ἀνεπάντεχα καλά, ἔπαψε τὸ διάβασμα, κι' ὅλοι, ὅσοι βρίσκονταν ἐκεῖ, ἄντρες καὶ γυναῖκες καὶ παιδιά, ξεφώνησαν ἀπὸ τὴ χαρά τους, ἐνῷ τὸ κυπρὶ τοῦ μουλαριοῦ ἀκούονταν, ποῦ λαλοῦσε ὄξω στὴν αὐλὴ «τρίγκ−τρίγκ−τρίγκ−τρίγκκκκ…..»

Ἀφοῦ κατάπαψε ἡ βοὴ τῆς χαρᾶς κι' ἦρθε στὸν ἑαυτό της ἡ Κώσταινα, ὁ Κώστας βγῆκε ὄξω, ξεφόρτωσε τὸ μουλάρι, τὤδεσε καὶ τὸ σιλάρωσε, κατόπι γύρισε μέσα κι' ἀφοῦ ἔβαλε τὰ πράγματά του σὲ μιὰ γωνιὰ κάθησε σιμὰ στὴν παροστιὰ κι' ἄρχισε νὰ μολογάῃ τῆς ξενιτειᾶς του τὰ πάθια:

− «Εἴμουν, εἶπε, δώδεκα χρονῶν παιδί, ὅταν ξεκίνησα γιὰ τὴν Ξενιτειά. Πέρασα βουνά, ποτάμια, κάμπους, καὶ θάλασσες. Ἐκεῖ μπῆκα σ' ἕναν ἀφεντικό. Σὲ λίγον καιρὸ ὁ ἀφεντικός μου κατηγορήθηκε ὅτι ἦταν ἐνάντιος τοῦ βασιλειᾶ κι' ἔγεινε ἐξορία μαζὺ μὲ τὴν φαμίλλια του. Ὅλοι οἱ δοῦλοί του τὸν παράτησαν, καὶ μοναχὰ ἐγὼ πῆγα κοντά του, γιατὶ εἶταν καλὸς καὶ μὲ ἀγαποῦσε. Μᾶς πήγανε σ' ἕναν πολὺ ἄγριον τόπο, κι' ἐκεῖ μᾶς πούλησαν στοὺς κουρσάρους τῆς Μπαρμπαριᾶς, καὶ μᾶς πῆγαν δεμένους στὴν πατρίδα τους. Ἐκεῖνοι μᾶς μέρασαν, κι' ὁ καθένας μας πουλήθηκε στὸ παζάρι σκλάβος ἀλευτέρωτος σ' ἄλλους ἀνθρώπους. Ἀνθρώπους λέγω; Θηρία!!! Ἐγὼ πουλήθηκα πέντε φλωριά. Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς μολογήσω τῆς σκλαβιᾶς τὰ πάθια καὶ τὰ βάσανα, φτάνει μόνο νὰ σᾶς εἰπῶ, πῶς προτιμοῦσα χίλιες φορὲς τὸ θάνατο ἀπὸ κείνη τὴ ζωή. Ἔκαμα τριάντα πέντε χρόνια ἀκέραια σκλάβος καὶ μέρα νύχτα ἔκανα τὸ σταυρό μου καὶ παρακαλοῦσα τὴν Παναγιὰ νὰ μὲ γλυτώσῃ ἀπὸ τὰ κακὰ χέρια καὶ νὰ γυρίσω στὴν Πατρίδα μου. Τέλος ὁ Θεὸς μὲ λυπήθηκε κι' ἔστειλε ἕνα κακὸ θανατικό, ποῦ θέρισε ὅλους ἐκείνους τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους, ποῦ μ' εἶχαν σκλάβον ἀλευτέρωτο. Σ' αὐτὸ ἀπάνω ηὗρα τὸν καιρὸ κι' ἔφυγα. Ἀφόντας σκλαβωθήκαμαν τί δρόμο πῆρε ὁ ἀφεντικός μου καὶ ἡ φαμίλλια του δὲν ξέρω.

«Ἀφοῦ γλύτωσα, τράβηξα δρόμο κατὰ τὴ θάλασσα. Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς μέρες ἔφτασα σ' ἕνα λιμάνι, μπῆκα μέσα σ' ἕνα καράβι φράγκικο καὶ μ' ἔβγαλε στὴν Ἀλεξάντρα. Ἀπἔκει τράβησα πάρα μέσα. Ἔκατσα τέσσαρα−πέντε χρόνια καί, δόξα τὸν Θεό, ἀπόλαψα πολλὰ ὀλίγα χρήματα, καὶ κίνησα νἄρθω στὴν Πατρίδα. Δὲν γνώριζα ἂν στέκονταν ὀρθὸ τὸ σπίτι μου κι' ἂν ἡ…. δὲν πῆρε ἄλλον ἄντρα. Ὅσο γιὰ τοὺς γοναίους μου, εἴμουν παραβέβαιος ὅτι εἶχαν πεθάνει ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, γιατὶ εἶταν γερόντοι ἀνθρῶποι καὶ δὲ μποροῦσαν νὰ ζήσουν πλειότερο.

«Γι' αὐτό, ψὲς ἦρθα νύχτα καὶ δὲν ἔρριξα κἄνα ντουφέκι σἂν ξενιτεμένος. Ποιὸς θὰ βγῇ νὰ μὲ δεχτῇ; (Εἶπα μέσα μου). Νὰ σᾶς πῶ τὴν ἀλήθεια; Ὅταν μπῆκα στὸ σύνορο τοῦ χωριοῦ μετάνοιωσα π' ἄφηκα τὴν Ξενιτειὰ γιὰ νἄρθω σ' ἄλλη Ξενιτειά.

Ὅταν μπῆκα στὸ χωριό, μοῦ φάνηκε πῶς δὲν εἶταν τὸ χωριό μου, ποῦ τὸ εἶχα πάντα στὸ νοῦ μου σαράντα χρόνια, μαζὺ μὲ τοὺς σπιτιακούς μου καὶ τὴν πίστη μου. Τρία πράγματα δὲν ἔφυγαν ἀπ' τὸ νοῦ μου σ' ὅλον τὸν καιρὸ τῆς κακῆς μου ξενιτειᾶς: τὸ χωριό μου, οἱ σπιτιακοί μου, κι' ἡ πίστη μου. Δὲν τὸ γνώρισα ὁλότελα τὸ καημένο μου τὸ χωριό, ποῦ μοῦ γελοῦσε πάντα στὸν ὕπνο μου καὶ στὰ ὀνείρατα μου. Τὰ σπίτια μοῦ φάνηκαν ἀλλοιώτικα, οἱ δρόμοι ἀλλοιώτικοι, τὸ μεσοχώρι ἀλλοιώτικο…. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔφυγα μικρὸ παιδὶ καὶ γυρίζω σήμερα γέρος, ἀλλὰ τόσο θυμοῦμαι τὰ πράγματα ἐδῶ, ποῦ μοῦ φαίνεται, σἂν νὰ ἔχω φύγει χτές. Ὑπόθεσα ὅτι ἔγεινε κανένας χαλασμὸς ἀπὸ θανατικό, ἢ ἀπὸ ἐπανάσταση, ὅτι κανένας Μικροχωρίτης δὲ βρίσκεται ἐδῶ μέσα, κι' ὅτι εἶστε ὅλοι φερτικοὶ ἀπὸ μακρυνὸν τόπο.

− Μᾶς χάλασε ἡ ἐπανάσταση, τοῦ εἶπαν οῖ χωριανοί.

− Τί λέτε; Ἀλήθεια;… Ἄς εἶναι. Μοῦ τὰ λέτε ὕστερα…

…«Δὲ μοῦ ἔκανε ἡ καρδιὰ νὰ χτυπήσω κανενὸς θύρα κι' ἀποφάσισα νἀ περάσω ὅλη τὴν νύχτα στὸ δρόμο, κι' ἅμα φέξῃ νὰ ἰδῶ μιὰ φορὰ μὲ τὰ μάτια μου τὸ χῶμα ποῦ πέρασα τὰ παιδιακᾶτά μου κι' ὕστερα νὰ φύγω σὲ ξένον τόπο καὶ νὰ πεθάνω λησμονημένος, χωρὶς νὰ ξέρῃ κανένας ποῦθε εἶμαι καὶ ποιὸς εἶμαι. Θὰ τὸ εἶχα πλειότερο παράπονο νὰ εἶμαι ξένος στὸν τόπο μου παρὰ στὴν Ξενιτειά.

«Εἶχα ξεμακρύνει κι' ἔφυγα μὲ καρδιὰ βαρειά, πλειὸ βαρύτερη ἀπὸ τὸ βουνό, ὅταν ἀκούω τὸ σήμαντρο τῆς ἐκκλησιᾶς μας νὰ βαρῇ, καὶ θυμήθηκα πῶς εἶχα φέρει τάξιμο μιὰ λαμπάδα γιὰ τὴν Παναγιά. Τότες εἶπα μέσα μου:

«Ἄς γυρίσω πίσω ν' ἀνάψω στὴν Παναγιὰ τὴ λαμπάδα ποῦ τῆς ἔφερα, χωρὶς νὰ εἰπῶ κανενὸς ποιὸς εἶμαι καὶ ποιὸς δὲν εἶμαι, κι' ὕστερα ἀνοιχτὸς μοῦ εἶναι ὁ δρόμος τῆς Ξενιτειᾶς… Γύρισα, μπῆκα στὴν ἐκκλησιὰ κι' ἄναψα τὴ λαμπάδα. Τ' ἄλλα τὰ ξέρετε! Καὶ πάλε καλῶς σᾶς ηὗρα, χωριανοί μ'. Εἶμ' ὁ Κώστας! ! ! »

Ὅταν τελείωσε τὴν ἱστορία του ὁ Κώστας, ὅλοι γύρω του εἶχαν τὰ μάτια γεμᾶτα δάκρυα. Ὁ προὔχοντας, θέλοντας νὰ διώξῃ τὴ Λύπη, ποῦ ἄνοιξε τὰ φτερά της ψηλὰ στὸ πανηγύρι τῆς Χαρᾶς, τὴ λύπη, ποῦ προξένησε ἡ ἱστορία τοῦ Κώστα, εἶπε στὴν Κώσταινα:

− Κώσταινα! ἐγὼ σοῦ εἶπα πρῶτος «τὰ σχαρήκια!» ἅμα μπῆκα στὴν αὐλή σου. Δός μου, λοιπὸν τὰ σχαρήκια μου τώρα! δὲν τὸ κουνάω ἀπἔδω χωρὶς σχαρήκια!…

Κι' ἡ Κώσταινα περίχαρη ἄνοιξε τὴ μοσκοβολημένη της τὴν κασσέλλα κι' ἔβγαλε ἀπὸ μέσα καρύδια, σταφύλια, σῦκα, συκομαΐδες καὶ μῆλα κι' ἔδωκε στὸν προὔχοντα καὶ σ' ὅλους, ὅσοι εἶταν μέσα, ὕστερα τοὺς ἔδωκε τὸ παγούρι μὲ τὸ ρακὶ, κι' ἀφοῦ ἔπιαν καθένας ἀπὸ κἄνα δύο φορὲς κι' εὐκήθηκαν στὸν Κώστα τὸ «Καλῶς ἦρθες ἀπὸ τὰ ξένα γερὸς καὶ καλὰ» καὶ στὴν Κώσταινα τὸ «καλῶς τὸν ἀποδέχτηκες» ἔφυγαν, κι' ἔμειναν μοναχοὶ μέσα στὸ σπίτι ἐκεῖνο, ποῦ δὲν εἶχε ἰδεῖ ἄλλη φορὰ καλὴ μέρα, ἡ Κώσταινα μὲ τὸν Κώστα της, ποὖχε σαράντα χρόνια στὴν Ξενιτειά, χωρὶς γράμμα καὶ χωρὶς ἀντιλογιά.