Ο ζητιάνος
Συγγραφέας:
Κεφάλαιο Δ' - Ο βρυκόλακας


Ο Πέτρος Βαλαχάς ήταν αφανισμένος από την αγρύπνια και την κούραση. Ο τελώνης του Τσάγιεζι μ’ έν’ αυστηρό έγγραφο τον ειδοποίησεν από προχθές, πως λαθρεμπόριο έμελλε να ξεφορτωθή κατά τις εκβολές του ποταμού κι έπρεπε να κάμη τα μάτια του τέσσερα. Θα του έστελνε και άλλους φυλάκους για συνδρομή· αλλά τους είχεν απασχολημένους αλλού. Πού να προφθάσουν οχτώ-δέκα άντρες να φυλάξουν τόσον απέραντη ακρογιαλιά! Ημπορούσεν όμως, αν ήθελε, να συνεννοηθή απ’ ευθείας με τον σταθμάρχη των Τεμπών για μεγαλείτερη ελπίδα επιτυχίας.

Αλλ’ ο Βαλαχάς τη συνδρομή του σταθμάρχη και των στρατιωτών του την έκρινε καθόλου περιττή. Εμπόδια παρά ευκολίες θα του έφερναν οι χοντροί εκείνοι και βάναυσοι οπλοφόροι. Μόνος του ήταν ικανός ν’ αναλάβη την επικίνδυνη υπερεσία και ορκιζόταν να μην αφήση ούτε μύγα να περάση ατελώνιστη. Με τον γκρα στον ώμο και τα σπαθόλουρα ζωσμένα στη μέση· με το τελωνειακό πηλήκιο κατεβασμένο στ’ αχτένιστα μαλλιά· με τον μανδύα περιτυλιγμένος σαν αραποσιτόκωνος στα φύλλα του· με το κοντοβράκι έως το γόνα και τις αγραφιώτικες σκάλτσες και τα τσαρούχια του, εγύριζεν ανοιχτομμάτης και κρυφακουστής ο τελωνοφύλακας μέσα στους άμμους και τα βούρλα της ακρογιαλιάς, σαν φάντασμα.

Ο Πηνειός κατέβαινεν από τα Τέμπη, ανάμεσα στις καταπράσινες και ισκιωμένες όχθες του, θολός και φουσκωμένος. Του απριλομάρτη το ηλιοπύρι ετίναξεν αρκετά επίβουλα τα φιλήματά του στα βαρυστοιβαγμένα χιόνια των βουνών και καταρράχτες αυτοσχέδιοι εκρεμνίζονταν από τα Χάσια και τον Πίνδο, από την Γκούρα και τον Όλυμπο, κι εχύνονταν πολυώνυμα παρακλάδια στην πολυδαίδαλη κοίτη του. Δέντρα συγκλαδοκορμόρριζα, ροζωτές βελανιδιές και φουντωτά πεύκα και πλατάνια χιλιόχρονα· οξές θεόρατες κι ελάτια σταυρωτά ερροβολούσαν ένα με τ’ άλλο, μισοπεθαμένοι γίγαντες, μ’ έκφραση θλίψεως, γιατί άσπλαχνα εχωρίσθηκαν από την ψηλή κοιτίδα τους· μ’ έκφραση θριάμβου στο γοργό διάβα τους, γιατί εφέρνονταν ακίνδυνα επάνω στα υγρά νώτα ανήλεου στοιχειού.

Τα όρνια των βουνών, οι αετοί και τα ξεφτέρια, οι πετρίτες και τα γεράκια, κουρασμένα πολλές φορές από το αέρινο ταξίδι τους, εκατέβαιναν στους σκληρούς κορμούς κι εποταμοδρομούσαν αγέρωχα με τα κλαδωτά νύχια καρφωμένα στις σχισμάδες της φλούδας, με τα μάτια στυλωμένα στις απλωτές πεδιάδες ζερβόδεξα, με την συνείδηση της δυνάμεώς τους ολοφάνερη στο σώμα, με τα γυριστά ράμφη γεμάτα από φρίκη και απειλή, δεσπότες τύραννοι των αδυνάτων και των δειλών. Τα ήμερα πουλιά της πεδιάδας, οι πελαργοί και οι νυχτοκόρακες, οι κουρούνες και οι φασιανοί και οι αγριόχηνες, θεονήστικα από τις πλημμύρες, εκάθιζαν επάνω στα κλαδιά κι εζητούσαν σπόρους θρεφτικούς και παράσιτα στις σχισμάδες τους. Και τα πουλιά τα ταξιδιάρικα, τα χελιδόνια και τα σπουργίτια, τα τρυγόνια και τα περιστέρια, όλα τ’ αφρόντιστα πλάσματα, εκούρνιζαν εμπιστευτικά στα φυλλώματα, μαζί με το βδελυρό φίδι, που εχώνευε στην κουφάλα, και τον ποντικό, που αργομασούσε φιλόσοφος τ’ ακρορρίζα τους. Κιβωτοί θεόσταλτοι τα ρουπάκια έφερναν τους φτερωτούς ταξιδώτες ανάμεσα από θεόρατα βουνά και άγρια φαράγγια, από σκοτεινούς δρυμούς και αρρωστημένους βάλτους, δίπλα σε πολιτείες πολυάνθρωπες και χωριά μοναχικά, κάτω από ερημοκλήσια θλιμμένα και μοναστήρια και μετόχια, από πεδιάδες ολοφώτιστες και αδιάβατα δάση, με το βόγγημα του νερού και των ανέμων τον τάραχο στα γνώριμα μέρη τους, στα ποθητά τους γιατάκια. Κι έξαφνα, με τον πρώτο κλονισμό του φορείου, οι ελεύθερες ψυχές ετινάζονταν ζευγαρωτές είτε χωρισμένες με κλαγγή φτερών και αλαλαγμόν άγριο στον γαλανόν αιθέρα ψηλά, ν’ αρχίσουν νέο κυνήγι και αλληλοσπάραγμα· να γεμίσουν τ’ άγρια δάση με κελαδήματα και τα σπίτια των δούλων με ολόχαρες φωνές.

Τα φορεία όμως, αδιάφορα για τους ταξιδιώτες, υπάκουα στην αλύγιστη δύναμη της τύχης και του ποταμού τα κλωθογυρίσματα, εκατέβαιναν τον δρόμο τους με μεγαλοπρέπεια Σολομώντα ορθοκαθισμένου στον διαμαντοκόλλητο θρόνο του. Κάποτε, από προβολή της όχθης ή της κοίτης ρήχωμα, είτε και νησοπούλας ανθοφορτωμένης εξαφνικό φανέρωμα, εσταματούσαν τα χλωρά πλεούμενα τον δρόμο, εταλαντεύονταν σαν ετοιμοθάνατα κήτη κι εκάθιζαν τέλος ακίνητα και βαριά. Αλλ’ έξαφνα του ποταμού η λαμπάδα πολυδύναμη εύρισκε τ’ αδύνατο πλευρό, το εχτυπούσε πεισματικά, εστριφογύριζε τον κορμό σαν ελάχιστο χάτσαλο και τα δέντρα εκατέβαιναν πάλιν γοργά κι επρόβαλλαν, γιγάντιες νεροφίδες, έξω από τους δρυμούς και τις πεδιάδες στην ανήσυχη θάλασσα, να καταντήσουν ίσως καλοτάξιδα πλεούμενα, που φέρνουν σε ποθητούς λιμένας ακριβοθώρητα πρόσωπα· αν δεν κατάντησαν πριν, από καραγκούνικα χέρια, ξύλα για τη στέγη του σπιτιού, είτε χτηνών ποτισώνες είτε γεφύρια πρόχειρα, ζεύγματα του ίδιου ποταμού, που τα επαραπλάνησε τόσο!

Περίγυρα, στο αμφιθεατρικό ψήλωμα των βουνών και κάτω στην απλωτή πεδιάδα, στους κυματισμούς των λόφων και των κοιλάδων τις γραμμές, η βλάστησις απλωνόταν με όλο το θρασύ μεγαλείον της και με όλη την αβρότητα των χρωμάτων. Υγρασία τσουχτερή εστάλαζεν από τα αιθέρια ψηλώματα κι εμαλάκωνε τον άμμο του γιαλού και τα γυμνά χώματα κι επλούτιζε των βλαστών τον χυμό και την ακμή των φύλλων κι έδινε ράθυμη διάθεση στου πρωινού πουλιού το πέταγμα και του ζωυφιού τ’ οκνό βήμα. Άρωμα βαρύ, συμπυκνωμένο από των ανθών τ’ ανάσασμα και των ριζών τον ίδρωτα· των ξερών ξύλων και των πεσμένων φύλλων τη σαπίλα· του χόρτου τη νέκρα και των κορμών τους μελωμένους χυμούς· των παρασίτων φυτών τη μούχλα και του νοτισμένου χωμάτου τον αχνό, ηδυπαθές και σχεδόν χεροπιαστό ανέβαινεν από τη γη. Τρεμουλιαστή αντάρα, χωρισμένη σε αργύρου ψήγματα λεπτότατα, εσημάδευε του ποταμού τον δρόμο περιπλεγμένη στα δασά φυλλώματα και ομίχλης μακρύστενα κομμάτια, ξεσκλισμένα σε δαντελλωτές γλωσσίτσες, ξεφτισμένα σε άπιαστα κρόσσα, κυματιστή εσερνόταν εδώ κι εκεί στις πλαγιές, νεράιδας νύφης αεροΰφαντα μαγνάδια. Ο κορυδαλλός πρώτος από τα πουλιά, με το κεραμιδί χρώμα του, με τον πυραμιδωτό θύσανο στο κεφάλι, με τα φτερά σταυρωτά και τη σπαθωτή ουρίτσα του, αργοπετούσε πασίχαρος στ’ ακροκλώναρα κιτρίνων σπάρτων και χαμηλογέρνοντας το κεφάλι νευρικός, ετόνιζε τραγούδι εγερτήριο στην κοιμισμένη φύση. Κυματιστούς και αλλεπάλληλους έχυνεν από το βελούδινο λαρύγγι τόνους μεταλλικούς, ολότρεμους, αντιλαλώντας στα πράσινα πλευρώματα τη χαρά και την αρμονία. Και πρώτοι των βροτών οι Καραγκούνηδες, συφάμελοι κατεβασμένοι στα χωράφια, με τα καματερά και τα σύνεργά τους· με του ύπνου την κούραση και της συνειδήσεως την ταλαιπωρία ζωντανή επάνω τους, ώργωναν κι εσβάρνιζαν τη γη, άνοιγαν τ’ αυλάκια κι έθαφταν το χρυσόκλωνο αραποσίτι, τρυφερά μιλώντας στους αλόγους συντρόφους. – Έλα, τρυγωνό!... τράβα δρόμο και μη μου χολοσκάς. Αν σ’ επίκρανεν η γυναίκα μου, εγώ τη διώχνω· σκοτώνω το παιδί μου, αν δεν σ’ επότισε· κι αν σου κράτησε η μάννα μου ταγή, χρόνος να μη την εύρη!... Στάσου εδώ δα, να ξανασάνης λίγο. Λυπάμαι τα πουλάκια σου που πλήγωσαν· λυπάμαι τα χείλια σου που μάτωσαν· λαχταρώ σαν βλέπω φαγωμένη την πλεξίδα σου από τον βαρύ ζυγό και τα λαιμοτράχηλά σου από την άγρια ζεύλα!... Μα σώπα, κι εγώ θα σε διπλοταγίσω το βραδί και δίπλα σου θα βάλω την Καρελωμμάτα α δροσολογιέσαι όλη τη νύχτα... Τράβα τώρα και μη μου χολοσκάς!...

Και στο βαθύ μούγκρισμα του βωδιού, στο κυματιστό χλιμίνρισμα τ’ αλόγου, στου βουβαλιού τον αργό μυκηθμό και στου γαϊδάρου ακόμη το τραχύ γκάρισμα, πιστεύοντας πως βρίσκει ευγνωμοσύνης απάντηση, σκύφτει και φιλεί το χτήνος του ο Καραγκούνης με τρυφερότητα και στοργή, όση δεν εφίλησε τη γυναίκα την πρώτη νύχτα του γάμου του.

Στη δύση, ανάμεσα σε μια διχαλωτή κορφή, επάνω από τη θεοσκότεινη σχισματιά των Τεμπών, ο αυγερινός αχτινολουσμένος τρέμει εμπρός στην παρουσία του ήλιου, όπως τρέμει μετάλλου φύλλο εμπρός στην ανίκητη δύναμη του μαγνήτη. Και στην ανατολή, πίσω από τα μολυβένια νερά και τις πολύκαρπες γλώσσες της Χαλκιδικής και πίσω από την πυραμιδωτήν αγριόπετρα του Αγίου Όρους, αναλαμπή αιματένια σημαδεύει την πρωτοπορία των Ωρών και γελά η Αυγή κροκόπεπλη, ενώ των πυρίνων αλόγων τα νύχια τρίβουν τη στουρναρόπετρα και ανεβαίνουν μέσα σε ποταμούς μεθυστικού σέλαος. – Α, σιχτίρ! έκραξεν ο τελωνοφύλακας αγαναχτισμένος για τον ερχομό της ημέρας. Άδικα πήγεν ο κόπος μου!...

Από τις τόσες ομορφιές της ανατολής καμμιά δεν εύρισκε χάρη στην ψυχή του Βαλαχά. Και όχι γιατ’ ήταν αναίσθητος. Άνθρωπος, που αγαπά το κρασί, τα τραγούδια και τον έρωτα, δεν ημπορεί παρά να αισθάνεται όλες της φύσεως τις ομορφιές. Άλλως τε ήταν από τόπο, που το αίσθημα είνε το κυριώτερο χαρακτηριστικό των κατοίκων. Αλλ’ ο Βαλαχάς είχε τώρα μία ιδέα στον νου του. Και ήταν έτσι από τη φύση πλασμένος, που δεν ημπορούσε να ιδή και να αισθανθή τίποτε άλλο από την ιδέα του. Εσυλλογιζόταν πως άδικα έχασε τον ύπνο κι εκακοπάθησεν όλη τη νύχτα. Αν τουλάχιστον ερχόνταν οι λαθρέμποροι, αν τους έπιανε –και θα τους έπιανε βέβαια– κάτι θα εκέρδιζε και αυτός.

Ο Πέτρος Βαλαχάς, αν κι εξετοπίσθηκεν από τη Γλαρέντσα, όπου εγνώριζε πρόσωπα και πράγματα, δεν έχασεν ούτε του μυαλού του την εφευρετικότητα, ούτε την όρεξη για τ’ άνομα κέρδη. Μάλιστα εδώ ανάπτυξε μεγαλείτερη επιδεξιοσύνη κι αισθανόταν όχι πλέον όρεξη, αλλά βουλιμία. Αφού ήταν καταδικασμένος να ζη σε τέτοιους τόπους και με τέτοιον κόσμο, έπρεπε τουλάχιστον να κερδίζη χιλιαπλάσια απ’ όσα εκέρδιζε στη Γλαρέντσα. Δεν ήρθε για να τακίζη τα κέρατά του άδικα! Είχεν άλλως τε και στάδιον ενεργείας απέραντον εδώ. Η Θεσσαλονίκη δεν απέχει περισσότερον από τρεις-τέσσερες ώρες και τα εμπορικά είδη είνε φτηνότατα και τ’ ακρογιάλια δεν έχουν τελωνοφυλάκους, ούτε η θάλασσα ατμοτελωνίδες. Τα τρεχαντήρια και τα γολετάκια γλυκαρμενίζουν ανεμπόδιστα και μεταφέρνουν, από τα Μακεδονικά παράλια στα Θεσσαλικά, όλα τα είδη ατελώνιστα. Δεν εχρειαζόταν παρά μυαλό να έχη κανείς και καλή συνείδηση για να ωφεληθή, όσον ήθελε. Και μυαλό δεν ημπορούσε ν’ αρνηθή κανείς στον Βαλαχά. Όσο για συνείδηση, αυτή κοιμάται αξύπνητη από καιρό σ’ όλα τα πατριωτικά στήθη του ένθους. Κι επί τέλους μήπως έκλεφτε κανένα! Το Δημόσιο δεν θα εζημιωνόταν και τίποτε, αν είσπραττε μερικές χιλιάδες δραχμές ολιγώτερες. Άλλως τε μήπως αυτός θα έφτιανε το Ρωμαίικο!...

Ο Βαλαχάς, πριν λάβη το έγγραφο του προϊσταμένου του, ήξευρε το λαθρεμπόριο που θα έβγαινεν εκείνη τη νύχτα. Ο περατάρης του Ποταμού τον είχεν ειδοποιήση από πριν. Για τούτο δεν ηθέλησε να συνεννοηθή και με τον σταθμάρχη των Τεμπών. Τι τον ήθελεν εκείνον τον παλιοτσολιά! Ημπορούσε να πάρη στα σωστά την υπερεσία και να πιάση το λαθρεμπόριο· να κάμη φτωχούς ανθρώπους να σαπίσουν στη φυλακή. Εκείνοι θαλασσοδέρνονται και κινδυνεύουν για να βγάλουν το ψωμί των παιδιών τους!... Άλλως τε, και αν εσυμφωνούσε μαζί του, το κέρδος θα εμοιραζόταν στη μέση. Και δεν εννοούσεν ο Βαλαχάς να δώση μερδικό σε κανένα!... Για τούτο έμεινε μόνος και άγρυπνος όλη τη νύχτα. Αλλ’ όσο και αν ετέντωνε τ’ αυτιά, όσο και αν προσήλωνε τα μάτια, ούτε κρότο κουπιών άκουε, ούτε πανί έβλεπε πουθενά. Και τώρα, ανήσυχος από την προσδοκία, από την αγρύπνια αφανισμένος, χλωμός, νοτισμένος έως το μεδούλι από την αυγινή δροσιά, εβύθιζε τα μισόσβυστα βλέμματά του στα γνώριμα σημάδια του ορίζοντα, σαν πεινασμένο γεράκι, που απόστασεν αγναντεύοντας τρυφερό κυνήγι.

Εμπρός στα πόδια του το νερό κινείται μόλις, μόλις ξεσπά και φλοισβίζει χιλιόκροσσο, νοτίζει τον γειτονικόν άμμο δαντελλωτά, με αφρούς σπιθοβόλους τον σκεπάζει και ράθυμο πάλι στριφώνεται και πισωδρομεί συνεπαίρνοντας χαλίκια και πετράδια στους κόρφους του. Κι επάνω η επιφάνειά του στρωτή, μονοκόμματη, με παλμούς και θαμπήν ανταύγεια και υγρόν αχνόν αναλυμένου μετάλλου, χωνεύει μέσα στους ατμούς, που πυκνοί κάθονται απ’ άκρη σ’ άκρη στον κόρφο. Ο ήλιος με τις αχτίνες του φλογίζει των ατμών τον σωρό και η αέρινη πυρκαϊά τινάζει την αναλαμπή της πέρα, στου ποταμού τα νερά και του κυμάτου τους αφρούς· στον ξανθόν άμμο της ακρογιαλιάς και την πράσινη βλάστηση των βουνών· στα δαντελλωτά ξεσκλίδια της ομίχλης και τ’ ασπρουδερά χωράφια των Καραγκούνηδων· στου κορυδαλλού το πούπουλο και των χτηνών την τρίχα, ως που πυκνώνεται η έκτασις όλη από μόρια χεροπιαστά πορφύρας και βύσσου. – Α, σιχτίρ! εσυχνοψιθύριζεν ο Βαλαχάς ανήσυχος.

Αλλ’ έξαφνα κρότος των κουπιών, κουφός αντήχησε στ’ αυτιά του και είδε μέσα στους ροδοκόκκινους ατμούς, σαν σκιαγραφία, ένα τρεχαντήρι ξυλάρμενο. Μόλις επρόφθασε να κρυφθή πίσω από μία βουρλιά, και βάρκα τετράκουπη, βαρυφορτωμένη εκάθισε στην άμμο του γιαλού. – Ποιος!... εφώναξεν ο Βαλαχάς με αυστηρή φωνή μέσ’ από τον κρυψώνα του. – Ψωφολόγα κι έννοια σου· απάντησε με σαρκασμό ένας από τους λαθρεμπόρους. – Τι μάτα; – Οι Οβρηές αυγάτισαν, οι Χριστιανές ακρίβηναν· οι Τούρκισσες έτσι κι έτσι.

Ο λαθρέμπορος, ενώ εξεφόρτωνε με τους συντρόφους τη βάρκα κι έρριχναν τα μεστωμένα σακκιά μέσα στους λάκκους, εμιλούσε και με τον τελωνοφύλακα στη συνθηματική γλώσσα τους. Του έλεγε πως οι καφέδες επερίσσεψαν στη Θεσσαλονίκη· οι ζάχαρες ακρίβηναν και τα καπνά ήσαν μέτρια. Κι έξαφνα, κοιτάζοντας περίγυρα ανήσυχος, ερώτησε: – Ο γερανός δε φάνηκε; – Ήρθε στα σύθαμπα· αποκρίθηκε ο Βαλαχάς· τώρα βρίσκεται στο γεφύρι και ταγίζει τον τσολιά. – Οι ρόδες ήρθαν; Τα καμπανέλια πέρασαν; – Απόψε φτάνουν.

Λαθρέμποροι και τελωνοφυλάκοι εσυνεννοήθηκαν για καλά. Γερανός ήταν ο περατάρης του ποταμού· παλιοτσολιάς ο σταθμάρχης της γέφυρας· ρόδες και καμπανέλια τα κάρα και τα μουλάρια, που θα εμοίραζαν στη θεσσαλική γη, πεδινή και ορεινή, τ’ ατελώνιστα εμπορεύματα. Τώρα ήσαν έτοιμοι να χωρισθούν, με την πεποίθηση πως κανένα δεν είχαν μάρτυρα παρά την άψυχη περίγυρά τους φύση. Έρριχναν τους τελευταίους σωρούς του άμμου επάνω στους κρυψώνες, όταν έξαφνα τουφεκισμός αντήχησε κι εφάνηκαν γοργοπηδώντας τα θυμάρια δύο ευζώνοι, με τον σταθμάρχη επί κεφαλής αρειμάνιον. Ο περατάρης δεν κατώρθωσε, φαίνεται, να πείση τον τραχύν ορεινό για να κάμη στραβά μάτια, είτε κι επρόσφερε λιγώτερα απ’ όσα εζητούσε, κι ερχόταν τώρα εκείνος να συλλάβη τους λαθρεμπόρους. Αλλ’ αυτοί ήσαν μαθημένοι από τέτοιες εξαφνικές προσβολές και δεν έχαναν εύκολα την αταραξία τους. Όσο κι αν έτρεχαν οι εύζωνοι, εκείνοι επήδησαν στη βάρκα και, λαμνοκοπώντας, εχώνεψαν στης ομίχλης τους ατμούς, πριν ακόμα οι διώχτες τους καταφθάσουν στην ακρογιαλιά.

Ο Βαλαχάς στην εξαφνικήν εκείνη επιδρομή και τον ντουφεκισμό έμεινε μισολιπόθυμος στη θέση του. Τα μέλη του όλα επάγωσαν και δεν αισθανόταν, αν αποτελούσαν μέρος του σώματός του. Ή καλύτερα δεν αισθανόταν, αν είχε καθόλου σώμα. Αδιαφορία τον εκυρίεψε και δεν εγνώριζε ούτε πού ευρισκόταν, ούτε γιατί ευρισκόταν εκεί. Τα μάτια του ορθάνοιχτα, γυαλιστερά, άψυχα, εκοίταζαν τον άμμο και την αγριάδα, που άπλωνε δίχτυ καταπράσινο εμπρός του, χωρίς να μεταδίνουν στην ψυχή του τίποτε. Σταματισμένος ο νους του, καμμιά δεν έκανε σκέψη, αν έπρεπε να μείνη εκεί κρυμμένος ή να πεταχτή εναντίον των λαθρεμπόρων, φρουρός άγρυπνος του Δημοσίου και κυνηγός των καταχραστών.

Αλλά και όταν εντελώς εσυνήρθεν ο Βαλαχάς, δεν ήταν σε θέση ακόμη να σκεφθή τι να κάμη. Εδοκίμασε να σηκωθή απ’ εκεί, να κινήση τα μέλη του· αλλά δυσθυμία τον είχε κυριέψει και ατονία μεγάλη. Από στιγμή σε στιγμή όμως άρχιζε να γίνεται καθαρώτερος ο νους, η συνείδησις να ξαναέρχεται κι έξαφνα, σαν φριχτήν εικόνα, είδεν εμπρός του και τους λαθρέμπορους και τους ευζώνους και τον εαυτό του εκεί χωμένον, πίσω από την πυκνή βουρλιά. Τρόμος τον εκυρίεψε μήπως οι στρατιώτες τον είδαν κοιτάμενον εκεί κι εμάντεψαν την ενοχή του. Αργά και φυλαχτά, κρατώντας την αναπνοή του, εσήκωσε το κεφάλι ανάμεσ’ από τα βούρλα να ιδή περίγυρα.

Ο Χορτιάτης, της Θεσσαλονίκης το βουνό, έχυνεν άγρια τον αέρα και οι ατμοί της αυγής κατατρεγμένοι, μόλις ημπόρεσαν να κατακαθίσουν στις λαγκαδιές και τις κοιλάδες των Μακεδονικών βουνών, όπου εποίκιλλαν την κρασογάλαζη πλευρά τους με τις σταχτιές τουλούπες τους. Η θάλασσα έσπρωχνε μεγάλα τα κύματα στην ακρογιαλιά και ατμόπλοιο τρικάταρτο, που έμπαινε στον κόρφο, το εκυλούσε και το εσυγκλόνιζε σαν καρύδι κι εκυνηγούσε τα καράβια προς τ’ ανοιχτά πελάγη με πείσμα. Ο ήλιος ώρες μόνον ήθελε να βασιλέψη. Ο Κίσσαβος και ο Όλυμπος έρριχναν γιγάντιον τον ίσκιο τους κι εθάμπωναν την πρασινάδα των φυτών κι έβαναν ανεπαίσθητα στη συνείδηση των πουλιών και των μαμουδιών το αίσθημα του ύπνου και της ασφάλειας. Οι Καραγκούνηδες όμως ακόμη στο ξέφωτο ανάγκαζαν τα χτήνη στην εργασία κι εφρόντιζαν να κεντήσουν την προθυμία τους με υποσχέσεις και γλυκομιλήματα: – Δούλευε, ντορή μου, κι έννοια σου! Αν δώση ο Θεός και πάει το καλαμπόκι καλά, θα σου πάρω απ’ το πανηγύρι κάτι λουριά, που να μην τα φόρεσε άλλος στον κόσμο! Χάντρες κόκκινες στη λαιμαργιά και αστέρια κίτρινα στην καπιστράνα και ίγγλα στο μετάξι κεντημένη... Και τότε να ιδής τη φοράδα του Μπιρμπίλη, πώς θα ξεροσταλιάζη για τ’ εσένα! Δούλευε, ντορή μου, κι εγώ έχω την έννοια σου!...

Ο Βαλαχάς είδε τέλος στο λάκκο, που είχαν θάψει πριν οι λαθρέμποροι τα πράγματά τους, ξαπλωμένους τους δύο ευζώνους να κοιτάζουν προς τη θάλασσα και να τραγουδούν. Ο σταθμάρχης βέβαια επήγε να ειδοποιήση τον τελώνη για το κατόρθωμά του. Ο Βαλαχάς εσκέφθηκε αμέσως πως το καθήκον του ήταν να φανή εκεί. Τι δικαιολόγηση θα εύρισκεν, αν ο τελώνης τού εζητούσε λόγο, γιατί δεν άκουσε τις οδηγίες του; Αλλά τόσην αισθανόταν κούραση στο σώμα και την ψυχή, ώστε αποφάσισε να γυρίση όπως-όπως στο Νυχτερέμι και ν’ αφήση την τύχη να κάμη το χρέος της. Όταν όμως εδοκίμασε να σηκωθή, είδεν ότι δεν ήταν ικανός ούτε βήμα να κάμη. Τα ρούχα του μολύβι εβάραιναν επάνω του. Τα θηλυκωμένα κουμπιά έσφιγγαν σαν μάγγανα το στήθος του. Τα σπαθόλουρα του έφερναν πόνους στο τουμπανιασμένο στομάχι. Κάτι τι αόριστο και όμως αληθινό, σαν εσωτερική αύρα είτε σαν κύμα αιμάτου, άρχισε ν’ αναβαίνη από το στήθος στον λαιμό και να ρίχνεται πλημμύρα στο κεφάλι του. Φόβοι λιποθυμίας τού ήρθαν στον νου και βιαστικός εξεθηλύκωσε τα κουμπιά, εξεζώσθηκε τα σπαθόλουρα, ετίναξε πίσω πίσω τον μανδύα του και άνοιξε το στόμα να πάρη ελεύθερον αέρα. Κι επειδή τον ένα εύζωνο είδε να σηκωθή από τη θέση του και να βηματίζη στην ακρογιαλιά, ο τρόμος, μήπως πλησιάση εκεί, τον έκαμε να συρθή τρελλός ανάμεσ’ από τις βουρλιές σαν φίδι, να ριχθή στην ποταμιά, να περάση στα χωράφια και να φθάση αργά στο χωριό.

Αλλ’ εκεί μεγάλα πράγματα είχαν γίνει κατά την απουσία του.

Ο Τζιριτόκωστας, μόλις άφησε το σπίτι της Κρουστάλλως, έτρεξεν αμέσως να κρυφθή στον αχυρώνα του. Κι εκεί, κάτω από το κόκκινο φως ενός κεριού, ενώ το χωριό εβυθιζόταν στον ύπνο και τη νύχτα, άγρυπνος αυτός άνοιξε τα σακκούλια του να ιδή και ν’ απολάψη τα κέρδη του. Αρπαχτική ανατριχίλα επάγωνεν απ’ άκρη σ’ άκρη το σώμα του· αχόρταστη λαχτάρα ετυραννούσε την ψυχή του. Τα χέρια του με τρέμουλα έπιασαν τα σχοινιά του σακκουλιού και τα μάτια του ορθάνοιχτα, φλογισμέν’ από την προσδοκία, εφαίνονταν πως ήθελαν να κατακάψουν με τη λάμψης τους τα πανιά. Ένα με τ’ άλλο άπλωσεν ο ζητιάνος στο άχυρο επάνω δύο ολοκαίνουργα, γαϊτανοκεντημένα σαλβάρια από μαύρη τσόχα· ένα γυναίκειο πουκάμισο με χρυσογάζωτη τραχηλιά και πλατυκεντημένον από κοκκινοπράσινο γνέμα ποδόγυρο· δύο κεφαλόδεσμους ουγιωτούς με χοντρή ούγια και κρόσσα τρισπίθαμα· άλλους δυο κεφαλόδεσμους ολομέταξους, γυαλιστερούς και μαλακούς, με χρυσοκλωνοκέντητες άκρες και κρόσσα χρωματιστά· μία φουστανοποδιά μάλλινη πυκνοκεντημένη και μαλλοκροσσάτη· δύο πισκίρια στενά και μακρύτατα, που ημπορούσε να σκεπάσουν τα γόνατα δώδεκα τραπεζοκαθισμένων. Έβγαλεν ακόμη ένα πιτούρι κι ένα πισιλί από γαλάζιο πανί· ένα ζουνάρι και άλλα χίλια μύρια των Καραγκούνηδων τα γιορτινά αλλαξίμια και των γυναικών τις πολύτιμες αρματωσές. Το φως του κεριού ζηλότυπο έπεφτ’ επάνω τους κι έκανε ν’ αναδίνουν χρωματιστές λάμψεις τα χρυσογάιτανα και ν’ αβροφέγγουν τα μεταξωτά και να μαρμαίρη το ρούχο το άβαλτο, που ήλιος δεν το χτύπησεν ακόμη και αέρας δεν το έδειρε και βροχή δεν το νότισε. Και από το σύνολον του σωρού εκείνου κάποια τρυφεράδα επλανόταν αόρατη κι εχυνόταν περίγυρα μοσχοβόλημα λεβάντας και ρούχων ανάμικτο, που έδειχνε με πόση λαχτάρα και φροντίδα ήσαν φυλαγμένα στ’ άδυτα του σπιτιού, κειμήλια της οικογενείας, τα πράγματα εκείνα και τι ευαίσθητη χορδή των γυναικών έθιξεν επιτήδεια ο ζητιάνος, για να κατορθώση να τα φέρη στην κατοχή του!

Ο Τζιριτόκωστας τα έβλεπε κι εγελούσε. Στον νου του εκλωθογύριζε την αξία τους και των ανθρώπων την απίστευτη ευκολοπιστία. – Να χαθούν τα ζωντόβολα! εψιθύρισε· τίποτε δεν έχουν. Και με περιφρόνηση δήθεν έπιασεν ένα-ένα να τα ρίξη πάλι στα σακκούλια του. Αλλ’ όταν έπιασε τα πράγματα της Κρουστάλλως, εστάθηκε συλλογισμένος και κάπως ανήσυχος. Εδώ δεν ήταν παίξε-γέλασε. Η σκόνη, που της έδωκε, ήθελε προσοχή. Αληθινά επήρε τα μέτρα του. Αν ακολουθούσε πιστά τις παραγγελίες του, δεν θα ήταν τίποτε. Η χωριάτισσα είχε γερό σώμα· λίγο αίμα και λίγα κοψίματα και ούτε ήταν, ούτ’ εφάνηκε πλέον! Αλλ’ αν η Κρουστάλλω, με την αποστροφή που είχε στα θηλυκά, εβιαζόταν να φθάση το ποθητόν της! Αν έπαιρνε για γοργότερη ενέργεια και για τελιότερη μεταλλαγή και τις τρεις σκόνες μαζί! Και το χειρότερο, αν δεν είχε την υπομονή να περιμένη έως την ημέρα που της ώρισεν, αλλ’ άρχιζεν αύριο, είτε και απόψε, τότε τι θα εγινόταν; Αυτός ώρισε την Πέφτη για να λάβη καιρό να τρυγήση δυο-τρεις ημέρες ακόμη το χωριό κι έπειτα να το στρίψη. Άμα έφευγε, ας έτρεχαν να τον γυρεύουν. Αλλ’ αν από τώρα ερχόταν η καταστροφή, πού θα πάη να φύγη; – Σκούρα πάντα· εψιθύρισε μελαγχολικός.

Και ρίγος φόβου επέρασεν απ’ άκρη σ’ άκρη το σώμα του. Εγύρισε τα μάτια περίγυρα με υποψία· εκόλλησε τ’ αυτί του στην πόρτα ν’ ακούση, μήπως έρχονταν απ’ έξω οι χωριάτες καταθυμωμένοι κι έτοιμοι να εκδικηθούν την απάτη τους. Κρύος ίδρωτας τον επερίλουσε κι εσκέφθηκε πως δεν είχε τίποτε άλλο να κάμη, παρά να καβαλλίκη το γαϊδουράκι του και να χαθή τώρα, μέσα στ’ άγρια σκοτάδια της νύχτας. Εσυμμάζεψε με σπουδή τα πράγματα εκείνα όλα και τα έρριξεν ανάκατα, σπρώχνοντάς τα μέσα στα σακκούλια του. Έπειτα εσήκωσε κλωτσώντας αλύπητα το γαϊδουράκι, το εσαμάρωσε με νευρική γοργάδα κι έδεσεν επάνω τα σακκούλια. Αλλ’ ενώ επήγαινε να του φορέση τη λαιμαριά και να το σύρη έξω, είδε πως έβαλεν ανάποδα το σαμάρι και το φόρτωμα έγερνε να πέση. – Μπρε, διάβολε! είπε χασκογελώντας· σωστά τάχω ή μου έφυγαν;

Και τον άμετρο φόβο του έδιωξεν έξαφνα το πείσμα και η αγανάχτησις. Το ζητιάνικο αίμα της οικογενείας του, το συνηθισμένο να μην αναβράζη υπερβολικά στις βρισιές, αλλ’ ούτε και να παγώνη στον κίνδυνο, εκυμάτισεν αμέσως από τα έγκατα της καρδιάς και του εκοκκίνισε, σαν ράπισμα, το πρόσωπο. Πού θα έφευγεν ο Τζιριτόκωστας, χωρίς να τελειώση το έργον του! Πού θα επήγαινε χωρίς τον παραγιό του! Να τον πάρη μαζί, ήταν αδύνατο. Να τον αφήση εκεί, χειρότερα. Ημπορούσε, πεισμωμένος γιατί τον άφησεν αβοήθητον, να μαρτυρήση το οικογενειακό του όνομα και τον τόπο της γεννήσεώς του και ακόμη τα μυστικά της τέχνης τους. Κι έξαφνα, ενώ θα έφθανε στο χωριό, προετοιμασμένος ν’ απολάψη τους καρπούς των κόπων του, να τον συλλάβη ο αστυνόμος και να τον στείλη στη φυλακή!

Αλλ’ εκτός τούτου θα επάθαινε και σημαντική ζημία, αν άφινε τον παραγιό εκεί. Έμεναν δυο μήνες ακόμη για να τελειώση το ταξίδι. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα, τι ημπορούσε να κάμη μόνος του ο ζητιάνος; Ποιος θα του έσερνε τα σακκούλια; Ποιος θα τον οδηγούσε τυφλόν; Ποιος ημπορούσε ν’ αντικαταστήση εκείνον στα τόσα και τόσα ζητιανικά τερτίπια του; Και τώρα μάλιστα, έπειτ’ από τα βάναυσα χτυπήματα του αγά, ο παραγιός είχε γίνει πλεόν αξιολύπητος. Θα εσυγκινούσε τους χριστιανούς με την πρώτη ματιά που θα έρριχναν επάνω του! Δασκαλεμένος να ήταν ο Τούρκος, δεν θα είχε τόση επιτυχία στα χτυπήματά του. Πώς ημπορούσε λοιπόν ν’ αφήση τέτοιο ηύρεμα ο ζητιάνος; – Αμ τους μισθούς!... εσκέφθηκεν έξαφνα.

Ναι, έστω· ημπορούσε μόνος του ν’ αντικαταστήση τον παραγιό στα τερτίπια! Θα έκανε μόνος του τον σακάτη· θα εγινόταν αυτός παράλλαγμα. Και παράλλαγμα τέλειο, μα τον Θεό! Δεν ημπορεί να ειπή κανείς πως ο γερωζήτουλας εξέχασε τα παιδιάτικά του καμώματα. Ούτε πως τα κόκκαλά του εξέμαθαν να λυγίζουν και οι κλείδωσές του να γίνωνται όπως ήθελε. Έπρεπεν όμως να μη χάση και τα μετρητά του! Στον πατέρα του Μουτζούρη επλήρωσε πριν κινήση ολόκληρον του ταξιδιού τον μισθό. Γιατί λοιπόν να χάση τους δύο μήνες άδικα; Και ποιος ηξεύρει, αν ο Γατσούλης δεν ζητήση και υπέρογκη αποζημίωση για το παιδί του; – Αμ το γαϊδούρι!... εψιθύρισε πάλι.

Βέβαια, το γαϊδουράκι! Πώς θα οικονομούσε το γαϊδουράκι ο Τζιριτόκωστας; Αν έβγαινεν έτσι έξω, αύριο-μεθαύριο, ημπορούσε στον δρόμο να συναπαντηθή με τον πρώτο του κύριο. Μήπως τον ήξευρεν αυτός να προφυλαχθή! Και τι θα εγινόταν τότε; Θα εξυλοφόρτωναν τον ζητιάνο, θα του έπαιρναν το ζω και θα τον επήγαιναν στη φυλακή! Να τ’ απολύση όμως, να το χάση για πάντα δεν ήθελε με κανένα τρόπο. Από την ώρα, που το άρπαξε κι εκατόρθωσε να το κρύψη από κάθε περίεργο μάτι μέσα στον αχυρώνα, το εθεώρησε πλέον δικό του, χτήμα του αναφαίρετο κι ελογάριαζεν από τώρα, πόσα θα το επωλούσε μεθαύριο στο πανηγύρι των Φαρσάλων. Και για να το βγάλη ελεύθερο στο παζάρι, χωρίς φόβο ν’ αναγνωρισθή, κατόρθωσε να σφάξη της Κρουστάλλως το ψιμάρνι. Το νεφρό που της εζητούσε με τόσην επιμονή, δεν του ήταν και τόσο χρήσιμο. Για να μάθη τι είχε μέσα στην κοιλιά της, δεν εφρόντιζε καθόλου. Ημπορούσε να κάμη το μάντεμά του και με χίλια δυο άλλα πράγματα. Προ πάντων ήθελε τ’ άντερα του ψιμαρνιού. Γι’ αυτά μόνον επύργωσεν επάνω στον μωρό πόθο και την ευκολοπιστία της χωριάτισσας ολόκληρη σπλαχνομαντική θεωρία. Τ’ αρνίσια τ’ άντερα, δεμένα στα μέλη του ζώου ένα ημερόνυχτο, θ’ άλλαζαν με τη σαπίλα τους το χρώμα των τριχών. Από καράτικο, όπως ήταν, θα το έκανεν αστεράτο και ποδαλό, με κορδόνι από άσπρες τρίχες στον λαιμό και άλλες εμπρός στο μέτωπο και κάτω στα πουλάκια και στα γόνατα και στα καπούλια ακόμη. Του έκοβε και λίγο την ουρά, του εψαλίδιζε τη χήτη, του εκόντευε το έν’ αυτί και τότε έβλεπες πώς θα το επαζάρευε χάσκοντας εμπρός του ο παλιός αφέντης. Δεν ημπορούσε λοιπόν να το χάση έτσι άδικα ο Τζιριτόκωστας! – Μωρ’ δεν το κουνώ κι ας γένη θάλασσα· είπεν αποφασιστικά. Να φυλάξουμε όμως ετούτα καλού-κακού!

Ήσυχος τώρα, χωρίς συγκίνηση και φόβο, μετρώντας όλα με αθάμπωτο νου, εδιόρθωσε το σαμάρι επάνω στο γαϊδούρι του, έδεσε την ίγγλα γύρω στην κοιλιά· έρριξεν επάνω τα σακκούλια· ετύλιξε κάτω τα νύχια του χτήνους με άχυρο, για να μη βαρυπατή και σιγά, ανοίγοντας την πόρτα, το έσυρεν έξω από τον αχυρώνα. Το χωριό ήταν βυθισμένο στην υγρασία, την πάχνη και το μυστήριο. Άφων’ άλαλα τα πάντα. Ούτε σκυλιού γαύγισμα, ούτε προβάτου βέλασμα, ούτε αλόγου χλιμίντρισμα πουθενά. Η ζωή στη νάρκη παραδομένη είχεν αφήση όλα στην εξουσία των αψύχων. Μόνον του γκιώνη η φωνή απ’ ώρα σ’ ώρα αντήχαεν άγρια, παραπονετική, λες και ίδια η φύσις εβόα τρομασμένη μέσα στης νύχτας την ερημιά.

Ο ουρανός συγνεφοσκεπασμένος, απέραστος στων άστρων τις αχτίνες, ήταν αόριστος σχεδόν. Ζερβόδεξα τα βουνά, ο Κίσσαβος και ο Όλυμπος, υπέρογκα και κατάμαυρα στο κατάμαυρον χάος επυργώνονταν απειλητικά. Και ανατολικά, προς τις εκβολές κάτω, μέσα από το σκοτάδι, με φρικαλέους κυματισμούς, έφθανεν έως εδώ το αφρισμένο πάλεμα των αντιθέτων ρευμάτων, των ποταμίσων και θαλασσινών νερών, που εσπρώχνονταν μεταξύ τους με την ίδια δύναμη και το ίδιο πείσμα. Αλλ’ ο Τζιριτόκωστας, αδιάφορος στα εκπληχτικά εκείνα θεάματα και ακούσματα, επήδησε, μόλις εβγήκεν έξω, στο γαϊδουράκι του και με τη φτέρνα κεντώντας το αλύπητα έφθασε γρήγορα στην ποταμιά. Μία μεγάλη πατουλιά παμπάλαιη, φυσικά περιπλεγμένη από σχοίνους και βατ’ αγκαθωτά, εψήλωνεν εκεί στην όχθη του ποταμού σαν λόφος ολάκερος. Το αγιόκλημα, ο κισσός και η αγράμπελη, ανθισμένα και μοσχομύριστα άπλωναν επάνω της μανδύαν κάτασπρον και δροσοπεριχυμένον. Ο ζητιάνος επέζεψεν εκεί και με τα χοντρά του χέρια σπρώχνοντας ζερβόδεξα επαραμέρισε τις ρίζες κι έχωσε μέσα το κεφάλι του. Η πατουλιά ήταν κούφια και θεοσκότεινη. Ημέρες ημπορούσε να κρυφθή εκεί ολόκληρη συμμορία ληστών και κανείς να μη την ενοχλήση. Ο Τζιριτόκωστας ηύρε τέλος το μέρος που θα κρύψη άφοβα τους θησαυρούς του. Έπιασεν αμέσως από τ’ αυτιά το γαϊδουράκι και σπρώχνοντας με τις πλάτες τα κλαδιά, τέλος άνοιξε δρόμο και το έσυρε μέσα. Έπειτα επήρε και το σακκούλι του, το ετύλιξε κουβάρι και το έχωσε μέσα στα πυκνά κωλορρίζα. Έρριξε πάλι περίγυρα ερευνητικό βλέμμα και σαν είδε πως αμέσως το χτήνος άρχισε να μασά με όρεξη τα τρυφερά χαμόκλαδα, εβγήκεν έξω, έκλεισε προσεχτικά την εμπατή, εκοίταξε ζερβόδεξα σε μακρινή απόσταση, μήπως ευρισκόταν κανείς να τον παραμονεύη και, αφού εβεβαιώθηκε για την ασφάλεια των θησαυρών του, επήρε το μπαστούνι και τα σακκούλια του άδεια κι εγύρισε σύνταχα στο χωριό.

Ούτε στο γύρισμά του απάντησε κανένα. Μόνον έξω από το σπίτι του Μαγουλά είδεν όμιλο σκυλιών να γρυλλίζουν και να χυμούν οργισμένα επάνω το ένα στ’ άλλο, σαν να εφιλονικούσαν ορεχτικό δείπνο· και πέρα αγνάντεψεν ίσκους παράδοξους, ανθρώπους γυμνούς, καβάλλα σε φουρνόξυλα και άλλους ν’ απλώνουν τα χέρια, λες κι έδειχναν στον ουρανό είτε και στον Άδη θέση ωρισμένη, για να τινάξουν εκεί τους κεραυνούς είτε τη φρίκη τους. Στα θεάματα εκείνα ο Τζιριτόκωστας άργησε το βήμα του. Εγνώρισε πως όλα ήσαν έργα δικά του και υπερηφανεύθηκε για τη δύναμή του. Των σκυλιών ο όμιλος εκομμάτιαζε το σφαχτό της Κρουστάλλως· και οι παράδοξοι ίσκιοι ήσαν γυναίκες που εβγήκαν να κάμουν στου μεσονύχτου την άγρια προστασία τις μαγγανευτικές του οδηγίες. – Φαγωθήτε, ζωντόβολα! εψιθύρισε κουνώντας μελαγχολικά το κεφάλι. Δεν σας φτάνει η δυστυχία της ζωής· θέλτε να την μεγαλώνετε και με τα πάθη σας!... Ποιος θα δικάση το ζητιάνο, αν γδύση ως το κόκκαλο τέτοια παλιοπράματα!...

Όταν την αυγή εξύπνησεν ο Τζιριτόκωστας, απόρησε με το άγριο ροχαλητό του παραγιού και βιαστικά εσύρθηκε κοντά του. Ο Μουτζούρης τόσες ημέρες αφημένος στην τύχη του έχει φθάση στα έσχατα. Δεν είνε πλέον τυλιγμένος στα κουρέλια του, όπως πριν, όταν είχε το ρίγος. Τώρα τα εκλώτσησεν όλα μακράν και ολόγυμνος επάνω στο χρυσόξανθο άχυρο στέκει ακίνητος, αναμμένος σαν πυρωμένο σίδερο από τον πυρετό. Ο δύσκολος ανασασμός βγαίνει συρίζοντας από το στόμα του και η λαλιά, άναρθρη και ακατάληπτη, μοιάζει με ραγισμένου σημάντρου ήχο, που θλιμμένος συντροφεύει τον νεκρό στον τάφο του. Το σκοτισμένο πνεύμα του σκοτισμένες βλέπει και τις εικόνες, που περνούν συγκρατητές εμπρός του. Τα χέρια του, τα μισοξυλιασμένα και κατάξερα δάχτυλά του, απλώνονται εδώ κι εκεί, για να συλλάβουν ανύπαρκτα φαντάσματα και πάλι ξαναπέφτουν άτομα και ακυβέρνητα. Ξερό το στόμα και η γλώσσα, δείχνει τη λάβρα την κακή, που καίει μέσα στα σπλάχνα του. Το δύσκολο ανάδεμά τους λέγει τη δίψα την άσβυστη που τον τυραννεί· και το θλιμμένο χαμόγελο, φανερώνει αβασίλευτη την ελπίδα μέσα του. Νερά κρουσταλλένια και δροσερά περιλούζουν τη ράθυμη φαντασία του. Γοργά ποτάμια κατρακυλούν και αντιβογγούν στην ακοή του. Κατάκρυες σταλαγματιές κυλούν πρασινοκόκκινες εμπρός στην όρασή του. Και ο πόθος του ο φλογερός, στη βέβαιη απόλαυση, φανερώνεται με ιλαρό φως στο πρόσωπό του επάνω, και τα χείλη αργοκινούνται ανυπόμονα στην προσδοκία της δροσιάς. – Ρε Μουτζούρη· ρε, μίλα τ’ έχεις; Εγώ ’λεγα πως χωράτευες. Ρε Μουτζούρη, μίλα!... είπε με μισοκομμένη φωνή ο ζητιάνος.

Αλλ’ αντί να του μιλήση ο παραγιός, εξακολουθούσεν ακίνητος, απαθής, να ροχαλίζη το υγρό και απελπιστικό ροχαλητό του και να τον κοιτάζη με τα ολάνοιχτα τα ναρκωμένα μάτια του. Ο Τζιριτόκωστας ετρόμαξε, μόλις είδε τα κατάψυχρα εκείνα μάτια τόσο πεισματικά κολλημένα επάνω του. Κρύος ίδρωτας επερίλουσε το κορμί του από τα νύχια έως την κορφή. Γιατί τάχα τον εκοίταζεν έτσι ο παραγιός! Μήπως ήθελε να τον μαλώση που εσκέφθηκε να τον αφήση εκεί και να φύγη; Αλλά να που δεν το έκαμε! Έτσι το εσκέφθηκε· χωρατά να το κάμη. Μήπως ήθελε να του ειπή πως εξ αιτίας του ήρθε σ’ εκείνη την κατάσταση! Αλλά ποιος του έφταιγε; Τέτοια ήταν η δουλειά τους. Ας το ειπή του πατέρα του που επήγε και τον ενοίκιασε. Αν δεν έκανεν έτσι, δεν θα τον πλήρωνε, βέβαια, τόσον ακριβά. Ή μήπως ήθελε να του ζητήση μερδικό σ’ εκείνα, που εσύναξε χθες από τις γυναίκες που έκρυψε στην πατουλιά! Α! αυτό δεν γένεται· αυτό δεν γένεται με κανένα τρόπο! – Να σώβγη από το νου! εφώναξε δυνατά.

Αλλά το ξαφνικό εκείνο και ασυνείδητο ξεφώνημα, συντροφιασμένο με το ροχαλητό του Μουτζούρη, αντήχησε φρικτό μέσα στον αχυρώνα. Ο ζητιάνος ανατρίχασεν ολόκορμος κι έστριψε γύρω τα μάτια του φοβισμένα, να μάθη πούθε εβγήκεν η φωνή. Πίσω, στους ώμους επάνω και τα λαιμοτράχηλα, κάτι αισθανόταν να τον περιτριγυρίζη αόρατο, να τον πασπατεύη με κατάκρυα και γλιστερά ακροδάχτυλα. Ανησυχία είχεν από τους κούφιους βηματισμούς που άκουγεν αδικαιολόγητους επάνω στο υγρόν έδαφος και τα φτεροκοπήματα που έδερναν απελπιστικά τον θαμπόν αέρα. Και κάτω από την εντύπωσιν αυτή συμμαζωμένος, καταβαρημένος, ελάχιστος, με κομμένη αναπνοή, ούτε να γυρίση πλέον στον παραγιό τα μάτια, ούτε να κινηθή από τη θέση του ετολμούσε. Κι έξαφνα το τρίξιμο νυχτερίδας, που αργοπετούσε, κυματιστό μέσα στα σύσκοτα τον έκαμε να πιστέψη πως η ψυχή του παραγιού εκδικητική ερχόταν να κολλήση με γαμψά νύχια επάνω του. Κι εμπρός στον άμετρο φόβο επήδησεν αμέσως ολόρθος, έτρεξε στην πόρτα, την άνοιξε βιαστικός, κι εφώναξε δυνατά τραβώντας τα μαλλιά του με φρίκη: – Βοηθάτε, χριστιανοί!... Πάει ο παραγιός μου, πέθανε, χάθηκε! Αν είστε χριστιανοί, βοηθάτε!...

Έτρεξαν αμέσως στη φωνή του η Κρουστάλλω, η γυναίκα του Μαγουλά, και η γριά Σταμάτω, η μάννα της. Αγγελική η Κράπαινα και Βασίλω η Τζούμαινα και η παπαδιά με την ολόχαρη θυγατέρα της την Παναγιώτα και η Ρούσα, του παρέδρου η γυναίκα και η Αννέτα, η βεργολυγερή θυγατέρα του Μπιρμπίλη, και η Χαδούλαινα. – Τ’ είνε, μωρέ ψειρή· τι κάνεις έτσι; του φώναξεν η Κρουστάλλω. – Τ’ έπαθες, μωρέ, και δερνοκοπιέσαι; τον ερώτησεν η παπαδιά. – Κλούβια κι άπιαστα, Θε μ’! είπεν η γριά Σταμάτω κάνοντας τον σταυρό της· τ’ έχεις, μωρέ, και βάζεις σαν άσβο; – Το παιδί... ο παραγιός μου πεθαίνει!... απάντησε, δείχνοντας τον αχυρώνα.

Οι γυναίκες δειλοπατώντας επλησίασαν κι εστριμώχθηκαν όλες στη χαμηλόπορτα κι επέρασαν το κεφάλι, μία επάνω από τον ώμο της άλλης, να ιδούν περίεργες. Μόλις όμως εσυνήθισε το μάτι τους στο σκοτάδι του αχυρώνα και αντίκρυσαν το κατάγυμνο σώμα του Μουτζούρη, ετινάχθηκαν όλες έξω κι εσκόρπισαν αλαλάζοντας σαν τις χήνες, ξαφνισμένες από παιγνιδιάρικο λαγωνικό. Ο Τζιριτόκωστας όμως έτρεξε κατόπιν τους, τις εβεβαίωσε πως τίποτε δεν ήταν φοβερό, πως ο παραγιός του εζούσεν ακόμη και τις επαρακαλούσε να πάνε να τον βοηθήσουν τώρα στην ερημιά του. Άνθρωπος ήταν κι αυτός, δεν ήταν σκυλί! – Μωρ’ άει χάσου, κασιδάρη! είπεν η Κρουστάλλω αγαναχτισμένη. Λίγο έλειψε ν’ απορρίξω απ’ το φόβο μου!...

Τέλος οι πλέον ηλικιωμένες, η γριά Σταμάτω και η παπαδιά και η Τζούμαινα, εκαταπείσθηκαν να τον ακολουθήσουν μέσα στον αχυρώνα. Αλλ’ όταν έφθασαν εκεί, ο Μουτζούρης, η τελευταία γέννα της Χαϊδεμένης, το αξιοδάκρυτο θύμα της ζητιανικής αχορταγιάς, είχε παραδώση την υστερνή του πνοή. – Τώρα, ζωή σε λόγου σου! είπεν η γριά Σταμάτω. – Στην ώρα φτάσαμε για να του κλείσουμε τα μάτια! επρόσθεσεν η Τζούμαινα. – Αχ, καψούλη· να είχες μάννα να σ’ έκλαιγε! εψιθύρισεν ο ζητιάνος.

Και πέφτοντας επάνω του άρχισε να κλαίη και να μύρεται, να στηθοδέρνεται και να βογγά απαρηγόρητος. Οι γυναίκες εκάθισαν γύρω στο πτώμα, εσταύρωσαν τα χέρια στο στήθος τους κι έμειναν άφωνες-άλαλες μ’ έκφραση θλιμμένη στο πρόσωπο. Ήρθαν έπειτα κι οι άλλες άπ’ έξω, η Κρουστάλλω και η Ρούσα και η Κράπαινα, η Παναγιώτα και η Χαδούλαινα, έως την πόρτα στην αρχή, έπειτα θαρρεμένες εμπήκαν δειλοπατώντας μέσα, λες κι εφοβούνταν μήπως ανησυχήσουν την ψυχή του νεκρού, κάπου εκεί πλανημένη, κι εκάθισαν κοντά στις άλλες με την ίδια στάση και με την ίδια έκφραση στο πρόσωπο, αμίλητες και ακίνητες όλες, σαν ξόανα. Και αφού έμειναν για κάμποση ώρα έτσι, με το ίδιο πάλι βήμα μία-μία, σαν ίσκιοι έφυγαν από τον αχυρώνα κι επήγαν να πιάσουν τη δουλειά τους. Μόνον η παπαδιά και η γριά Σταμάτω έμεναν εκεί ακόμη. – Πέστε, μωρ’ γυναίκες, κι ένα μυρολόγι του δόλιου· νιος είνε κι αυτός! είπεν αγαναχτισμένος για την τόση απάθεια των γυναικών ο Τζιριτόκωστας. – Τι μυρολόγι; ερώτησε με απορία μόλις ανασηκώνοντας το κεφάλι η γριά Σταμάτω. – Δάκρυα και μυρολόγια δεν ξέρουμ’ εμείς, επρόσθεσεν η παπαδιά. Πέθανε, πάει· τι κλαίς εσύ; Ο Θεός τον ήθελε, ο Θεός τον πήρε· δεν φοβάσαι μη βαργομίσης το Θεό!

Οι Καραγκούνηδες από μακρινή με τους Τούρκους συναναστροφή εκληρονόμησαν όλη τη φιλοσοφική απάθειά τους για τον θάνατο. Ποτέ δεν μυρολογούν τον νεκρό τους, ούτε κλαίνε και στηθοδέρνονται. Πιστεύουν ακλόνητα πως τα στηθοχτυπήματα και τα κλάυματα των συγγενών δεν κάνουν άλλο παρά να δυσαρεστούν τον Θεό. Ο Θεός επήρε τον άνθρωπό τους, ναι· αλλά τον επήρε, γιατί τον αγαπούσε. Για τούτο και σπάνια ή καθόλου δεν μαυροφορούν. Αλλ’ ο Τζιριτόκωστας, πιστεύοντας ότι όσα έλεγεν η παπαδιά τα έλεγε για να τον παρηγορήση, και αληθινα συγκινημένος, δεν έπαυε τους βόγγους και τους θρήνους του. – Αχ! έλεγε βαρυστενάζοντας· ποιος θα σε κλάψη, ξένε μου, ποιος θα σε συγυρίση!... – Ρε, άει χάσου, ψειρή, με τα μυρολόγια σου! εφώναξε πεισμωμένη κάπως η παπαδιά. Δεν κοιτάς τι θα τον κάμης τώρα. – Τι να τον κάνω; είπεν ο ζητιάνος· να τον θάψουμε. – Ο παπάς λείπει και θάρθη βράδυ· δε μπορεί, μαθές, ν’ αφήση τη δουλειά του στη μέση! Ν’ αφήσης απόψε, κι αύριο πουρνό τον θάφτουμε. – Μα να τον αφήσουμ’ εδώ μέσα, δεν κάνει· είπεν ο ζητιάνος· να τον κλείσουμε στη βρώμα είνε κρίμα. – Αμ, τι να τον κάνουμε; τον ερώτησεν η γριά Σταμάτω. – Να τον πάρτε σε κανένα σπίτι· επρότεινε δειλά εκείνος. – Ρε, άιντε χάσου! εφώναξεν η παπαδιά θυμωμένη. Έτσι θα σου μπάσω το νεκρό σπίτι μου!... – Τόσα σπίτια είνε· δεν τον μπάζει κανείς χριστιανός! – Και βέβαια δεν τον μπάζει. Εμείς τους νεκρούς μας ποτέ δεν τσ’ αφίνουμε σπίτι να ξενυχτίσουν. Πέθανε, τον θάψαμε κιόλα. – Δε χωρούμε οι ζωντανοί και θα βάλουμε και τους πεθαμένους· δε μου βουρλίζεσαι, λιέω! επρόσθεσε και η γριά Σταμάτω. – Μα κρίμα είνε να τον αφήσουμ’ εδώ· επέμεινεν ο Τζιριτόκωστας. – Σαν είνε κρίμα τι να σου κάνω; είπεν η παπαδιά. Άιντε, σύρ’ τονε στου φύλακα το σπίτι. Το σπίτι είνε αφεντικό... Δυό κάμαρες έχει· βάλ’ τον στην αχρείαστη. Δεν παθαίνει τίποτα μοναχός ο πεθαμένος.

Το σπίτι, που εκαθόταν ο Βαλαχάς, ήταν εμπρός στο κονάκι, μοναχικό. Πριν ήταν κιουτσέκι βεργοπλεγμένο. Αργότερα ο επιστάτης ηθέλησε να το κάμη σπίτι και με δυο-τρεις χωριάτες το άλειψε λάσπη, το εχώρισε με τοίχο στη μέση, άνοιξε μικρόν εξώστη με δυο-τρεις σανίδες ακάρφωτες κι εστερέωσε τη σκάλα του. Και τα έκαμεν όλ’ αυτά, γιατί θα ερχόταν ο πολιτικός του φίλος από τον Τύρναβο συφάμελος, δήθεν για να ξεκαλοκαιριάση εκεί, αλλά περισσότερο για να γνωρισθή με τους χωριάτες και να δημοκοπήση. Αλλά τώρα, αφ’ ότου έμενεν εκεί ο Βαλαχάς, ο Τούρκος τού επαραχώρησε γενναιόδωρος ένα δωμάτιο, ενώ το άλλο έμενεν εύκαιρο για τους στρατοκόπους. Εκεί εσυμβούλεψαν οι γυναίκες ν’ απιθώση ο Τζιριτόκωστας το άψυχο σώμα του παραγιού. Ο τελωνοφύλακας από προχθές είχε να φανή στο χωριό. Συχνά έτσι έλειπε κι ήταν πιθανόν να μην ερθή κι απόψε. Ο Τζιριτόκωστας δεν έφερε καμμία αντιλογία. Ετύλιξε με τα κουρέλια το πτώμα, το έρριξε στον ώμο και μαζί με τις γυναίκες ανέβηκε και το ξάπλωσε στο γειτονικό δωμάτιο του Βαλαχά. Έπειτα έσυραν λίγο προς τα έξω την πόρτα κι εκατέβηκαν τη σκάλα βιαστικοί, λες κι εφοβούνταν μήπως ο νεκρός σηκωθή και τους ακολουθήση.

Όταν ο Βαλαχάς έφθασε στο δωμάτιό του, τίποτε δεν είδε παράξενο. Η κούρασις του σώματος και του μυαλού του εξακολουθούσε να τον κρατεί αδιάφορο σε όλα. Από την ώρα που άφησε τη βουρλιά, έως ότου έφθασε στο χωριό, μόνον η θέλησις οδηγούσε το μισοπαράλυτο σώμα του μέσ’ από τα χωράφια και τις κακοτοπιές. Μόνη του επιθυμία ήταν να ξαπλωθή στο κρεβάτι του γοργά. Και τώρα ριχμένος εκεί με τα σκέλια τεντωμένα, τα χέρια σταυρωτά πίσω από το κεφάλι του, τα ματόφυλλα μισανοιγμένα, κλωθογυρίζει παράδοξες ιδέες και συναισθήματα μέσα του.

Απ’ έξω έρχεται σιγαλή και αποκοιμιστική η ολιγόστιγμη ζωή του χωριού. Των χτηνών τα μουγκρίσματα και των ανθρώπων οι φωνές φτερουγίζουν μέσα στο δωμάτιο και τις βλέπει, του φαίνεται, σαν ξερά πλατανόφυλλα, που τα στριφογυρίζει ο σίφουνας. Και το παράδοξο θέαμα κάνει τέτοια εντύπωση στο πνεύμα του, ώστε τα βρίσκει όλα καλά κι ευτυχισμένα. Τι καλοί άνθρωποι αυτοί οι Καραγκούνηδες! Τι ήσυχη και ζηλευτή εκείνη η ζωή τους! Όλη την ημέρα δουλειά· το βράδυ ραθυμία και ανάπαυσις. Δεν φροντίζουν τίποτε άλλο παρά το καθημερινό τους. Δεν έχουν άφταστους πόθους, ούτε τρανά όνειρα. Γεννώνται και πεθαίνουν εκεί στον τόπο τους, χωρίς να λογαριάζουν, αν βρίσκεται άλλος κόσμος μακρύτερα, ούτε να θέλουν να τον ιδούν και να τον απολάψουν. Αλήθεια· τι ευτυχισμένοι άνθρωποι!... Και μετανοεί τώρα, γιατί τόσον καιρό επέρασε δίχως τη συντροφιά τους, τόσο τους επεριφρόνησε! Βρίσκει ότι πολύ τους αδίκησε με τις προλήψεις του και δεν έκαμε καθόλου καλά. Πιστεύει πως αυτοί, βέβαια, έγιναν δυστυχισμένοι από την περιφρόνησή του και συλλογίζεται πώς να τους περιποιηθή. Κι έξαφνα αισθάνεται ακατανίκητη διάθεση να τρέξη κάτω, να τους κράξη όλους, να τους αγκαλιάση και να τους φιλήση σαν αδέρφια.

Το λιανόκερο, κολλημένο στον τοίχο και αναμμένο, χύνει με τη μικρή γλωσσίτσα του μελαγχολικό φως περίγυρα. Αφίνει στο σύθαμπο την καλαμοπλεγμένη οροφή και τις αραχνιασμένες γωνίες και τους τοίχους τους αμίστριτους και φωτίζει μόνον τα πλησιέστερα σε μικρήν αχτίνα. Φωτίζει έν’ ανισόρροπο τραπέζι με τα λιγδωμένα φύλλα της υπερεσίας κι ένα άπλυτον νταβά με αποφάγια· ένα σκαμνί κανωμένο από άγρια και απελέκητα ξύλα και τη μοναχή προκόβα, που χρησιμεύει για στρώμα και για σκέπασμα στο χιλιάρφανο κρεβάτι του. Και ξαναμμένος τώρα, νευρικός, τα μισοβλέπει και αναστενάζει και μαυροσυλλογίζεται. Αχ, Καρώνης και πάλι Καρώνης! Τι διάβολο αυτός ο κόσμος να μην ημπορή να καταλάβη πως δίχως τον Καρώνη δεν ζη ούτε ώρα η Ελλάς!...

Αλλ’ ενώ μισοσηκώνεται για να κάμη την πρώτη επιθυμία, ξαναπέφτει κουρασμένος ο Βαλαχάς. Οι ιδέες του άλλαξαν πάλι δρόμο γιαμιάς. Ποτέ δεν θ’ αγαπήση τη ζωή του χωριού· ποτέ στον αιώνα! Ας ημπορούσε να μη τους έβλεπε ποτέ· ποτέ να μη τους άκουε και να μη τους έσμιγεν αυτούς τους ανθρώπους! Ζουν τάχα κι εκείνοι. Τι θέλουν και ζουν στον κόσμο! Ποια είνε η χαρά, ποια η απόλαυσίς τους! Τάχα ποια να είνε τα δώρα τα μαγικά, τα φίλτρα τ’ ακατανίκητα, που τους χαρίζει η ζωή και τόσο την αγαπούν, τόσους βάνουν αγώνες σωματικούς για να την κρατήσουν! Πώς δεν παίρνουν όλοι μια στιγμή τα μαχαίρια στο χέρι και μονόγνωμοι να χτυπηθούν συνατοί τους, άντρες και γυναίκες και παιδιά μαζί, να ξεσχίση ένας τον άλλον, ως που να πέσουν νεκροί, να φάγη το χώμα σάρκες αχόρταγα, όπως πίνει αχόρταγα και τον ίδρωτά τους, και να λείψη μια για πάντα η δούλη αυτή γενεά μέσ’ από την αγκαλιά της ελευθερίας και του φωτός!

Έξαφνα μέσα στην κάρωσή του άκουσε πατήματα κι είδε στην πόρτα δύο χωριατόπαιδα. Έμπαιναν φυλαχτά κι ελαφρά κι εγύριζαν εδώ κι εκεί τα μάτια τους με φόβο και περιέργεια ανίκητη, ως που έφθασαν κοντά στο κρεβάτι του. – Τ’ είνε, μαρέ; τους εφώναξεν ο τελωνοφύλακας από τη θέση του.

Αλλά τα παιδιά τρομαγμένα έβγαλαν φοβερή κραυγή και ετινάχθηκαν αμέσως έξω. Εκείνος άρχισε τα γέλοια. Πολύν καιρό είχε να γελάση με τόση νευρική δύναμη. Τα ζωντόβολα! Ως και τη φωνή του τρομάζουν!

Αλλ’ ενώ ακόμη εξακολουθούσε να γελά και να υπερηφανεύεται για τον εαυτό του και το αθέλητο κατόρθωμά του, κάτω στην αυλή αντηχούσαν οι φωνές των παιδιών κι έφθαναν επάνω τρεμάμενες: – Ο πεθαμένος!... Εσηκώθηκεν ο πεθαμένος!... – Πεθαμένος! εσυλλογίσθηκεν έκπληχτος ο Βαλαχάς, κρατώντας τα γέλοια. Ποιος διάβολος είνε πεθαμένος!...

Εσηκώθηκεν από το κρεβάτι του κι έσκυψε να ιδή κάτω στο πάτωμα τα πράγματα, που έρριξαν τα παιδιά κατά την ώρα της φυγής τους. Ήταν ένα χιλιοτρυπημένο βρακί, ένα λιγδωμένο φέσι, ένα πουκάμισο μυριομπαλωμένο, τρία πεντάρικα κεριά και λίγα σπειριά λιβάνι. Μπρε! Αληθινά ήταν σάβανα για νεκρόν. Αλλά πού ήταν ο νεκρός; – Μαρέ, να μη με πήραν για πεθαμένο! εσκέφθηκε.

Κι επήγε ν’ ανοίξη την πόρτα για να δη έξω. Μόλις όμως επρόβαλεν εκεί, χαλάζι έπεσαν οι πέτρες επάνω του και άγριες φωνές ηχολόγησαν. Οι χωριάτες όλοι, άντρες και γυναίκες και παιδιά, με τα σύνεργα της δουλειάς τους αρματωμένοι, με στειλιάρια και κοπάνους και αξίνες και πιστόλες, φοβεροί, άγριοι, έζωναν περίγυρα το σπίτι του Βαλαχά. – Γιατί, ρε παιδιά· τι σας έκαμα; ηθέλησε να τους φωνάξη. – Μέσα, πεθαμένε· μέσα, θεοκατάρατε, κολασμένε, βρυκόλακα!... απάντησαν θυμωμένοι εκείνοι.

Και άρχισαν να ρίχνουν πιστολιές, να πετούν πέτρες και ξύλα παντού, στην πόρτα, στα παράθυρα, στη σκεπή επάνω, με πείσμα μεγάλο, λες και ήθελαν να θάψουν από κάτω τους ολόκληρο το σπίτι του τελωνοφύλακα κι εκείνον μαζί. – Βρυκόλακα! Κολασμένε! Θεοκατάρατε!... εφώναζαν άγρια και βραχνιασμένα, σαν λυσσασμένα μαντρόσκυλα. – Μαρέ παιδιά!... – Στην τρύπα σου γρήγορα! Στην τρύπα σου, να μη σε κάψουμε, βρυκόλακα!...

Ο Βαλαχάς εσάστισεν. Εμαντάλωσε την πόρτα και απελπισμένος άρχισε να μαλλοτραβιέται. Τι να κάμη και τι να συλλογισθή δεν ήξευρε. Τι διάβολο! Πέθανα χωρίς να το ξεύρω! έλεγε· βρυκολάκιασα χωρίς να το νοιώσω!

Έπεσε στο κρεβάτι του και άρχισε να κλαίη και να μύρεται.

Αχ, τύχη! Άτιμη και άραχλη τύχη! Τον κάνεις από οικογένεια τον άνθρωπο· του δίνεις να έχη θείο από πατέρα τον Ραζικότσικα, τον ηρωικό πρόμαχο του Μεσολογγιού, και από μάννα ξάδερφο τον Μακρή, τον περίφημο κλέφτη του Ζυγού! Τον θέλεις να έχη από ξάδερφο ανηψιό τον Ντεληγιώργη και από ανηψιό τριτοξέδερφο τον Τρικούπη! Τον γεννάς ολάκερο χταπόδι με τους αποκλαμούς του πιασμένους αξεκόλλητα σε όλα τα μεγάλα σπίτια του τόπου, αλλά δεν του δίνεις και λίγον παρά! Θα τον έβλεπες τότε, μόλις έκαναν να τον κουνήσουν από τη Γλαρέντσα, ευθύς να πετάξη την παραίτησή του κατάμουτρα κι έτσι περήφανα να γράψη, πως δεν υπερετεί με άλλον κυβερνήτη, γιατί δεν παραδέχεται κανέναν άλλον Σωτήρα παρά μόνον τον Καρώνη!... Όχι που βρίσκεται τώρα στην άλλη άκρη του κόσμου για λίγες ψωροδραχμές και υποφέρει, ό,τι υποφέρει! Ακούς! Πού αλλού ειπώθηκε να πεθαίνει κανείς, ενώ είνε ζωντανός, και να βρυκολακιάζη, πριν πεθάνη! – Μην έβγης όξου γιατί σε κάψαμε!... Στάχτη-μπούλμπερη θα γένης εσύ και το κουφάρι σου!... ηχολόγησαν πάλιν έξω οι φωνές.

Κι εξανάρχισαν συγκρατητά οι πιστολιές και τα ξύλα και τα λιανολίθαρα. Το σπίτι όλο έτρεμεν από τα χτυπήματα και από τον θόρυβο. Τα ξυλοκεράμιδα της σκεπής εβροντομαχούσαν κι εστέναζαν. Τα παράθυρα σε κάθε χτύπημα εσειούνταν, λες και ήθελαν να ξεβιδωθούν και να φύγουν από τις κλάπες τους· οι τοίχοι αναπηδούσαν σύγξυλοι. Άγριοι πολιορκητές οι χωριάτες, δεν ετολμούσαν να πλησιάσουν, αλλά και δεν ήθελαν ν’ απομακρυνθούν.

Οι Καραγκούνηδες, μόλις εγύρισαν στο χωριό, έμαθαν το θλιβερό τέλος του Μουτζούρη και το προσωρινόν απίσθωμα του πτωμάτου εκεί, στο αδειανό σπίτι του αφέντη. Ο Τζιριτόκωστας και η παπαδιά και η γριά Σταμάτω εβεβαίωσαν τον Μαγουλά, που ανησυχούσε για τον τελωνοφύλακα, ότι αυτός ούτ’ εφάνηκε καθόλου, ούτε θα ερχόταν απόψε. Στις τρομαγμένες λοιπόν εκείνες φωνές των παιδιών και τις διαβεβαιώσεις των, πως είδαν φως φανερά τον πεθαμένο να σηκωθή και να τρέξη κατά πάνω τους, όλοι επείσθηκαν πως ο Μουτζούρης εβρυκολάκιασε. Όταν μάλιστα άκουσαν και την παραπονεμένη φωνή του Βαλαχά κι είδαν το κεφάλι που επρόβαλε από την πόρτα, άφηκαν πλέον κάθε αμφιβολία. Ο Τζιριτόκωστας εβεβαίωσε πρώτος ότι αναγνώρισεν αμέσως τη φωνή του παραγιού του· πως είδεν ολοφάνερα και την πληγή που είχε στο φουσκωμένο πρόσωπό του. Έπειτα το εβεβαίωσαν και οι γυναίκες, η παπαδιά πρώτη και η γριά Σταμάτω και όλες οι άλλες κατόπιν. – Μωρέ, ’σάν να μου φάνηκε πως ήταν ο φύλακας· είπε με δισταγμένη κάπως φωνή ο Μαγουλάς. – Α, μπα! τον έκοψεν αμέσως ο Τζιριτόκωστας με πεποίθηση· δε γνωρίζω εγώ τον παραγιό μου!... – Έπειτα οι βρυκολακιασμένοι φαίνονται όπως τους αρέσει· επρόσθεσεν ο Παπαρρίζος. – Καλέ, ο ψειρής ήταν! Μπα, φουρτούνα που έπεσε στο κεφάλι μας!... εβεβαίωσε μισοτρέμοντας από φόβο η παπαδιά.

Κι εσυμφώνησαν τέλος όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, πως είδαν ολοφάνερα τον Μουτζούρη αναστημένον εμπρός στην πόρτα του σπιτιού. Η ψυχή τους, αναθρεμμένη μέσα στη δεισιδαιμονία και το μυστήριο, ήταν έτοιμη όλα να τα παραδεχθή και να τα πιστέψη. Κρύος φόβος τούς εκυρίεψεν ευθύς έως το κόκκαλο. Πρώτη σκέψις τους ήταν να τρέξουν και να μανταλωθούν στα σπίτια τους, να τυλιχθούν καλά με όσα είχαν σκεπάσματα, από τα πόδια έως το κεφάλι και να μη ρίξουν βλέμμα έξω, αν δεν έφθανε μεσημέρι την ακόλουθη ημέρα. Αλλ’ ο Τζιριτόκωστας είπε πως δεν ήταν καθόλου φρόνιμον αυτό. Ο βρυκόλακας αφημένος ελεύθερος μέσα στην κρύα νύχτα, ήταν φόβος να κάμη μεγαλείτερη καταστροφή. Θ’ ανέβαινε σε κάθε μία σκεπή, θα έρριχνε μέσα τη λαστιχένια μύτη του και θα ερροφούσε σαν τρόμπα το αίμα όλων έως την αυγή. Προτιμότερο ήταν να ξενυχτίσουν εκεί, περίγυρα στο σπίτι και να τον εμποδίσουν να έβγη έξω. Ο Παπαρρίζος με τους εκκλησιαστικούς εξορκισμούς κι εκείνος με τα μάγια του ήσαν ικανοί να το κατορθώσουν.

Ο ζητιάνος όμως ούτε τα μάγια του επίστευεν, αλλ’ ούτε και το βρυκολάκιασμα του παραγιού του. Ποτέ τέτοιες προλήψεις δεν εκόλλησαν στο θετικό εκείνο πνεύμα. Και όχι γιατί έτυχε καλύτερης ανατροφής, είτε γιατί στον τόπο του δεν έχουν δεισιδαιμονίες. Χωριό της Ελλάδος δεν ημπορεί ακόμη να καυχηθή κανένα για τέτοια πρόοδο. Αλλ’ ο Τζιριτόκωστας, αφ’ ότου εμεγάλωσε κι εβγήκε στα ταξίδια, τόσες φορές ευρέθηκε στην ανάγκη να επιβάλη μόνος του φαντάσματα κι εξωτικά στο πνεύμα ευκολόπιστων ανθρώπων και τόσες φορές πάλι ο ίδιος να τα διαλύση με τα ξόρκια του, ώστε κατάντησε να συλλογισθή, πως κι εκείνα που ετρόμαζαν αυτόν μικρότερον, δεν εχρωστιούνταν παρά στη ζωηρή φαντασία και την επιδεξιοσύνη άλλου θεομπαίχτη. Εκτός τούτου ο ζητιάνος το κοντόβραδο είχεν ιδή τον Βαλαχά που εγύρισε στο σπίτι του. Άκουσε και τη φωνή του και τη φυσιογνωμία του εγνώρισε, όταν έβγαλε το κεφάλι έξω από την πόρτα. Δεν ήταν τυφλός αυτός, ούτε φοβιτσάρης, όπως οι χωριάτες! Δεν εμολόγησεν όμως την αλήθεια, γιατί δεν τον εσύμφερε. Αφού η τύχη τού έδινεν μέσον να εκδικηθή, γιατί αυτός να το διώξη; Δεν ήταν τόσον ανεξίκακος, όχι! Τουναντίον μάλιστα, όταν είδε τον τελωνοφύλακα στη διάθεσή του, όλο το μίσος που αισθανόταν από προχθές λουφασμένο στα βάθη της ψυχής του, ανέβηκε μεγαλοδύναμο στην επιφάνεια. Τα γρονθοκοπήματα και ο εξευτελισμός, που έπαθεν εμπρός στους χωριάτες δίχως δικαιολόγημα, ούρλιαζαν και αλυχτούσαν τώρα μέσα του κι εζητούσαν σκληρή εκδίκηση. Και για να την επιτύχη δεν εχρειάζονταν και πολλά πράγματα. Έφθανε μόνον να μεγαλώση τον φόβο των χωριάτων και να κεντήση τη δεισιδαιμονία τους. – Πήγαινε, παπά μου· βάλε γλήγορα το πετραχήλι σου· είπε με φοβισμένον ήθος. Κι εσείς φέρτε μου λίγο μέλι.

Τρεις δυνάμεις απειλούσαν τώρα τον τελωνοφύλακα· η θρησκεία, η δεισιδαιμονία και η αγυρτεία. Τρεις φοβερές δυνάμεις, αγριοπρόσωπες και φιδοπλόκαμες σαν τις Ερινύες του αρχαίου ελληνικού κόσμου, μεταφερμένες στη νεώτερη κοινωνία με όλη τη φρίκη και την αηδία τους. Μεγάλα πνεύματα της χριστιανοσύνης, ξάστερα και αμόλυντα σαν τα νερά της Κασταλίας, ποιος ηξεύρει από τι αναγκασμένα –ίσως από χρεία να καταπλήξουν τον λαό τους, ίσως από άστοχη ενέργεια στο θεμέλιωμα της παντοδυναμίας του Όντος που ελάτρευαν–, έρριξαν τον σπόρον άφθονο στα βιβλία τους. Η αμάθεια δειλή και ακυβέρνητη άρπαξε τον σπόρο στα γόνιμα χώματά της, τον ανάστησε καρποφόρον και πικρόχυμο, τον εμεγάλωσε και ήρθεν η αγυρτεία πρόθυμη να θερίση τον καρπό και να τρυγήση τα κέρδη της. Ο Τζιριτόκωστας ανάλαβεν απρόσκλητος την αρχηγία του κινήματος. Έπεισε τον Παπαρρίζο να φορέση το μισοτριμμένο πετραχήλι του, να πάρη το Μέγα Αγιασματάριο στο χέρι και κάτω από τ’ ολότρεμο φως ενός κεριού ν’ αρχίση την απαγγελία των εξορκισμών: – Εξορκίζω σε τον αρχέκακον της βλασφημίας· τον αρχηγόν της ανταρσίας και αυτουργόν της πονηρίας!... Εξορκίζω σε τον εκριφθέντα εκ της άνω φωτοφορίας και σκότει βυθού κατενεχθέντα διά την έπαρσιν!... Ορκίζω σε πνεύμ’ ακάθαρτον κατά του Θεού, Αδωναΐ, Ελοΐ, Θεού Παντοκράτορος!...

Ο παπάς, που πάντοτ’ εδιάβαζε την εκκλησιαστικήν ακολουθία συλλαβή προς συλλαβή, σαν ατρόχιστη μηχανή, που κόβει φελλοβουλώματα, χωρίς να γνωρίζη τη σημασία και χωρίς να αισθάνεται την ποιητική μεγαλορρημοσύνη της, τώρα έμοιαζε με θεόπνευστον και αυστηρόν ιεροκήρυκα. Στην πνευματική μόρφωση δεν ήταν καθόλου ανώτερος από το ποίμνιό του. Είχε τις ίδιες προλήψεις και τα ίδια πάθη. Τη θεία μυσταγωγία την έκανεν απλώς και μόνον γιατ’ ήταν υποχρεωμένος να την κάμη. Όταν όμως τον επροσκαλούσαν να βγάλη δαιμόνια, ν’ αφορέση κακόγνωμα στοιχειά και ανθρώπους, να λύση μάγια είτε να διώξη από την εξοχή καταστεφτικά ζωΰφια, εγενόταν φοβερός επιτιμητής, γιατ’ είχε βοηθό την τυφλή πίστη του. Αν δεν εννοούσεν, εμάντευεν όμως τις λέξεις. Αισθανόταν μέσα του την αυστηρότητα και τη φριχτή δύναμή τους κι εβάδιζεν εναντίον των απεριτμήτων αλλοφύλων. Στραγγαλισμένους τώρα, μισοφαγωμένους από την αγανάχτηση ετίναζε τους εξορκισμούς, σαν μύδρους εναντίον του σπιτιού του Βαλαχά. Τα ψαρά μαλλιά του, που τ’ ανακάτωνεν ο κρύος άνεμος περίγυρα στο κεφάλι, έδιναν άγρια κι επιβλητική μεγαλοπρέπεια στο σύνολόν του. Το πρόσωπό του κατακόκκινον από το θυμό· τα μάτια του φλογερά· τα χείλη του, που εμισότρεμαν στην απαγγελία των λέξεων, σαν να εφοβούνταν κι εκείνα την καυστική τους δύναμη, έχυναν περίγυρα τη φρίκη ανήλεη και αστόμωτον τον τρόμο. Δεν ήταν πλέον ο ταπεινός παπάς του Νυχτερεμιού, αλλ’ αυτός ο Μέγας Βασίλειος, της Εκκλησίας, ο στύλος, ο ιεράρχης της χριστιανικής θρησκείας ολόκληρος, όταν μέσα στο ερημικό κελί του, φλογερός εσύνθετε τους εξορκισμούς εναντίον του μισητού εχθρού της ανθρωπότητος. Τον εζητούσε παντού, όπου και αν εχωνόταν, με οποιαδήποτε υπόσταση και αν ευρισκόταν, είτε «ως άρρεν, είτε ως θήλυ, ή ως ερπετόν ή ως πετεινόν νυκτιλάλον ή κωφόν ή άλαλον» και τον εδιάταζεν αμέσως να φύγη, να χαθή, και τον εφοβέριζε πως «ράβδος σιδηρά και κάμινος πυρός και τάρταρος, και οδόντων βρυγμός» επερίμενε την παρακοή του.

Ο Τζιριτόκωστας εμπρός στην εκπληχτική μεταμόρφωση του Παπαρρίζου εφοβήθηκε μήπως χάση τη βαρύτητά του. Δεν ήθελεν άλλος να του πάρη την αρχηγία σε τέτοια περίσταση. Είχε καταστρώση το σχέδιό του τέλειο για να εκδικηθή τον τελωνοφύλακα. Αλλά το σχέδιό του θα το έφερνε σε τέλος, μόνον αν τον εβοηθούσαν οι χωριάτες. Και για να τον βοηθήσουν έπρεπε να πεισθούν, πως μόνον από τα χέρια εκείνου εκρεμόταν η σωτηρία τους. Έπρεπε να τον αναγνωρίσουν όχι μόνον αρχηγό και σύμβουλο του κινήματος, αλλ’ αυτόχρημα δύναμη υπεράνθρωπη, των στοιχειών και των πνευμάτων μόνον κύριον και κυβερνήτη. Άρχισε λοιπόν αμέσως να γυρίζη εδώ κι εκεί ακούραστος, να κοιτάζη άγρυπνος παντού, χάμω στη γη και ψηλά στον αιθέρα, στις κούφιες αστρέχες είτε στη σκεπή επάνω είτε στου τοίχου τις τρύπες, ανήσυχος μήπως εύρη έξοδο και φύγη απ’ εκεί ο φοβερός βρυκόλακας. Εβούτησε τα δάχτυλά του στο μέλι κι εσταύρωσε κάθε κούφωμα, τη σκάλα, τα παράθυρα, την πόρτα, τις ξυλοδεσιές· έχρισεν εδώ κι εκεί τον τοίχο και τις γωνίες, πάντοτε με προφύλαξη και σκέψη να μη λαθέψη τίποτε, ούτε μια τρίχα στην απόσταση· να μην ξεχάση κανένα σταυρό στο μέτρημα· να μη λησμονήση κανένα χεροκίνημα απ’ όσα εχρειάζονταν για να γίνουν απαραβίαστα τα μάγια του.

Έπειτα με τα ίδια δάχτυλα έσυρε στρογγυλή γραμμή κάτω, περίγυρα στο σπίτι, εχάραξε με το μπαστούνι του κύκλους και πεντάλφες στους τοίχους κι έπειτ’ άρχισε να κινή σαν ανεμόμυλου φτερά τα χέρια στον αέρα και να φυσά, ζερβόδεξα, ψηλά και χαμηλά, εμπρός και πίσω του, απλώνοντας τον λαιμό σαν χήνα. Και σύνωρα εβροντοπατούσε το ποδάρι του στη γη πεισματικά· αγρίευε το πρόσωπο· εγροθοκοπούσε τον αέρα· εγούρλωνε τα μάτια του κι ήταν όλος ξάναμμα και οργή. Κι έξαφνα μ’ επιδεξιοσύνη μεγάλη έχωσεν αστραπή τα χέρια στις τσέπες του καπότου και γιαμιάς τα ετίναξε ψηλά ορθάνοιχτα. – Ζουπχανέμ γιαμαλή! Μπεϊντούρ φικουλί!... εφώναξεν αγριοκοιτάζοντας το σπίτι.

Αλλά την ίδια στιγμή επάνω στη στέγη στεναγμός θλιμμένος αντήχησε και θόρυβος δυνατός, σαν να εσκόρπισεν αόρατο χέρι σωρόν τα λιανολίθαρα. Φωνή αγωνίας εβγήκεν από τα στήθη των χωριάτων όλων. Ο Παπαρρίζος πρώτος έχασε το θάρρος· η πίστις του κι εκείνη εκλονίσθηκε· οι εξορκισμοί έσβυσαν στα χείλη του, σαν αναμμένο σίδερο που σβύνει τσιτσιρίζοντας μέσα στην αφλόγιστη ενέργεια του νερού. Ο πάρεδρος, ο Μαγουλάς, ο Κράπας και οι άλλοι όλοι άφησαν να πέσουν από τα χέρια τους τα πολεμικά σύνεργα κι έμειναν ακίνητοι στη θέση τους, σαν απολιθωμένοι. Τα γυναικόπαιδα, χεροπιασμένα όλα μαζί, στριμωμένα κοντά τους, σαν κοπάδι προβάτων που ριζώνει στο μαντρί όταν ακούση το ούρλιασμα λύκου, εχαμήλωσαν το κεφάλι κι επεριπλέχθηκαν ένα κοντά στο άλλο κι εχώνεψαν μέσα στα τρεμάμενα σκέλια τους με άφωνο θρήνο, ζητώντας προστασία και απαραβίαστο καταφύγιο. Όλοι επίστεψαν πως ο θόρυβος εκείνος ήταν ο τελευταίος αγώνας του βρυκόλακα. Ήθελε να σπάση τα δυνατά δεσμά που του έβαλε με τα μάγια του ο ζητιάνος και να πεταχτή έξω. Ήρθαν ανάκατα στ’ αυτιά τους τυμπάνων ήχοι και θρήνοι ανθρώπινοι· βελάσματα προβάτων και τσακαλιών ωρυγές και σκύλων λυσσασμένων αλυχτήματα· φτερνοκοπήματ’ αλόγων και βρεφών κλάυματα· στηθοχτυπήματα κολασμένων και τραγούδια γλυκόφωνα· κούφιοι δαρμοί και δοντιών τριξίματα και κοκκάλων ξεροί χτύποι, συναρμένα όλα στης φοβισμένης φαντασίας των τα φτερά και κλωθογυρισμένα σε ανεμοστρόβιλο φρίκης και απελπισίας. Ακόμα ένα τέτοιον αγώνα αν έκανεν ο βρυκόλακας, βέβαια θα κατώρθωνε να ελευθερωθή. Τι να ημπορέσουν και τα ξόρκια σε τέτοιο στοιχειό! – Αμάν, σώσε μας!... εψιθύρισαν με τρεμάμενη φωνή στον ζητιάνο.

Ο Τζιριτόκωστας ενόησε τώρα την απελπισία τους. Όλους τους είχε στην εξουσία του. Και στη φωτιά αν τους έλεγε να πηδήσουν, θα επηδούσαν χωρίς δισταγμό. Τώρα να μάθη ο τελωνοφύλακας ποιον εποδοκύλισεν άσπλαχνα προχθές! – Βρε παιδιά, είπε σοβαρά· κι εγώ το θέλω να σας σώσω. Βλέπετε πόσα κάνω για σας! Μα έχει δύναμη πολλή ο αναθεματισμένος. Λίγο ακόμη και θα μας πάρη τη σκεπή να φύγη! – Να φύγη... εψιθύρισεν ανατριχιάζοντας ολόκορμος ο Παπαρρίζος.

Και το ιερό βιβλίο εκυλίσθηκεν από τα χέρια του στη σκόνη του δρόμου, σαν όπλο φοβερό, που μένει άνεργο στα χέρια δειλού πολεμιστή. – Ναι· απάντησεν ο ζητιάνος· και τότε αλλοίμονο στο χωριό! – Πωπωπώ! ωλόλυξαν οι γυναίκες τραβώντας τα μάγουλά τους. – Τι να κάμουμε; εψιθύρισαν οι άντρες κοιτάζοντας με αγωνία τον ζητιάνο. – Να τον κάψουμε. Μαζώξτε ξύλα, κούτσουρα, ανάφτε φωτιές να τον κάψουμε. – Ναι, είπε πρόθυμος ο Παπαρρίζος, κι εγώ το ξέρω. Έτσι και στη Ραψάνη έκαψαν το βρυκόλακα·έχυσαν ασβέστη και τον έκαψαν μέσα στον τάφο του.

Αλήθεια, είπεν ο Τζιριτόκωστας· με ασβέστη τούς καίνε. Ετούτος όμως δεν είνε στον τάφο και θέλει φωτιά. – Ναι, φωτιά!... φωτιά!... αγριοφώναξαν οι χωριάτες πρόθυμοι.

Και όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, έτρεξαν στα σπίτια, εσύναξαν παλιόξυλα και καλαμιές και σβουνιές βωδίσες και τις εσώριασαν ολόγυρα στο σπίτι του Βαλαχά. Ο ζητιάνος εμούτζωσε τους σωρούς τρεις φορές, εψιθύρισε το κατάλληλο ξόρκι, εβροντοχτύπησε τα πόδια του στη γη, λες κι εδιάταζε να προβάλλη από τα σκοτεινά έγκατά της στον υγρόν αέρα πνεύμα υπόγειο. Και αληθινά το παντοδύναμο πνεύμα επρόβαλε στη στιγμή. Δίχως προσάναμμα, δίχως σπίρτο, καπνός εγλίστρησε ράθυμος μέσ’ από τα ξύλα, τριγμοί ακούσθηκαν κι έξαφνα γλώσσες πύρινες ετινάχθηκαν μεσούρανα κι εσκέπασαν το σπίτι αόρατο κι έχυσαν περίγυρα άγριο και μεγαλοπρεπές το φεγγοβόλημά τους. – Μέσα, βρυκόλακα!... στάχτη-μπούλμπερη θα γένης, τρισκατάρατε!... ούρλιαζαν οι χωριάτες συφάμελοι. – Φοβήθητι, φύγε, δραπέτευσον, αναχώρησον, δαιμόνιον ακάθαρτο κι εναγές!... αγριοφώναξε και ο Παπαρρίζος, συνεχίζοντας τους εξορκισμούς του Αγιασματαρίου. – Ελέφ, ζουχάμ, ρεείλ, χασαμεήλ!... εφώναξε και ο Τζιριτόκωστας αρχίζοντας τα μαγικά του.

Τα χτήνη του χωριού στις κακοτράχαλες εκείνες φωνές, που δεν είχαν τίποτε ανθρώπινο μέσα τους, και στης φωτιάς το σύφλογο γρήγορα άρχισαν να προσθέτουν τη δύσκολη αρμονία τους. Κουφοί χτύποι, άγριου και απελπισμένου παλεμάτου μηνύματα έβγαιναν από κάθε σπίτι. Τ’ άλογα, δεμένα στα παχνιά τους, άρχισαν να κλωτσούν ανυπόμονα και να χτυπιούνται στους τοίχους και τις κάσες της φάκνας των, να σηκώνουν τη σκεπή με τα κεφάλια και να χλιμιντρίζουν βραχνά και φοβισμένα. Τα βώδια και τα βουβάλια έβγαζαν μελαγχολικό το βαρύ τους μούγκρισμα. Τα γαϊδούρια εγκάριζαν· εβέλαζαν τα πρόβατα μέσα στα μαντριά και τα σκυλιά με την ουρά χωμένη στα σκέλια, το τομάρι αναμαλλιασμένο, εκλωθογύριζαν ανάμεσα στα πόδια των χωριάτων δειλοπερπάτητα κι έγρουζαν αδιάκοπα, ρίχνοντας απ’ ώρα σ’ ώρα κι εν’ αλύχτημα σαν ξαφνιασμένα.

Αλλά και τ’ άφωνα χτίρια, τα χαμόσπιτα και τα κιουτσέκια και το κονάκι με τα σκοτεινά και ορθάνοιχα σαν άσαρκες σαγόνες χάσματα των αστρεχών, τις σχισμάδες των και τα λακκώματα και τις καμπουριασμένες σκεπές των· καθώς έπεφτεν η λάβρα επάνω τους κυματιστή και πότε τα αιματόβαφε, πότε τ’ άφινε πάλι στον ίσκιο μαυρειδερά, άφωνα, εφαίνονταν λουφασμένα και κατάφοβα από τον άφευκτο κίνδυνο, που απειλούσετο χωριό.

Ο Βαλαχάς μέσα στην αποπνιχτικήν ατμοσφαίρα, που έβραζε περίγυρά του, αναγκάσθηκε ν’ αφήση την αδιαφορία. Επήδησεν αμέσως από το κρεβάτι κι έτρεξε στο παραθύρι. Από τα χάσματα του παραθυριού είδεν έξω τις άγριες φωτιές, ψηλές και κυματιστές να τινάζωνται με κατακόκκινη χήτη επάνω του· άκουσε στο ανεμιστό τριζοβόλημά τους την απειλή κι αισθάνθηκε κατά πρόσωπο καυστικό το χνώτο τους. Απελπισία τον έπιασε τότε και όλα του τα μέλη ελύθηκαν. Στην αρχή όλα τα επήρεν ο Βαλαχάς πως ήρθαν από κάποια παρεξήγηση κι εύκολα επίστεψε πως θα εδιορθώνονταν. Όταν όμως είδε τις φωτιές και ακόμη περισσότερο όταν είδε τον ζητιάνο αρχηγόν όλης της φοβερής προσβολής, εμάντεψε τα πάντα. Εθυμήθηκεν αμέσως το κλωτσοπάτημα, που του έδωκε προχθές, όταν τον έπιασαν τα νεύρα του. Τώρα βέβαια ήθελε να τα πάρη πίσω τα δανεικά του. Συμπάθειες στο χωριό δεν είχεν αυτός. Άλλως τε ούτε και τις εζήτησε ποτέ. Τώρα όμως εκαταλάβαινε πως αυτό και μόνον έφθανε να του στοιχίση τη ζωή. Ο ζητιάνος ηύρε το μίσος λαθροκρυμμένο εναντίον του και τώρα το εσυνταύλιζεν επιτήδεια για να κατορθώση την εκδίκησή του. – Καλά μου την έφερε! εσκέφθηκε στενοχωρεμένος.

Αλλ’ έξαφνα το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του. Το πείσμα συντροφευμένο με υπερβολικό φόβο τον κατάντησαν έξω φρενών. Αστεία δεν ήταν πλέον τα καμώματα των χωριάτων! Αποφάσισαν αληθινά ζωντανό να τον κάψουν· αλλ’ αυτός δεν έπρεπε να καή με σταυρωμένα χέρια. Έτρεξεν αμέσως στη γωνιά να πάρη το ντουφέκι του και να παλέψη γερά. Θα ξαπλώση τουλάχιστον δυο-τρεις νεκρούς, θ’ αδειάση όλα του τα φυσέκια κι έπειτα ό,τι μέλλει να γένη, ας γένη.

Αλλά φυσέκια δεν είχε. Τις παλάσκες τις άφησε μαζί με τα σπαθόλουρά του πίσω στη βουρλιά, όταν τον έπιασεν η ασφυξία. Στη σαστιμάρα του δεν εσυλλογίσθηκε καθόλου να τα ζωσθή, όταν έφυγεν. Επήρε μαζί του μόνον το ντουφέκι. Αλλά τι να το κάμη χωρίς φυσέκια το ντουφέκι; Έξαφνα φωτεινή ιδέα επέρασε στον νου του. Δεν ημπορούσε τάχα να τρομάξη τους Καραγκούνηδες μόνον με το όπλο του. Έτρεξεν αμέσως, άνοιξε με πάταγο το παραθυρόφυλλο. – Πίσω και σας έφαγα! έκραξε με βροντερή φωνή.

Στην εξαγριωμένη παρουσία του τελωνοφύλακα, στον πάταγο των παραθυρόφυλλων και στην όψη του όπλου, που το έκαναν ακόμη αγριώτερο οι λάμψες της φωτιάς, οι Καραγκούνηδες εσκόρπισαν να κρυβούν με φωνές και αλαλητό υπεράνθρωπο. Ο Παπαρρίζος, με τους εξορκισμούς τρεμόσβυστους ακόμη στα χείλη, εχώθηκε κάτω από ένα κιουτσέκι. Ο πάρεδρος, ο Τζουμάς, ο Κράπας, ο Μαγουλάς εστριμώχθηκαν πίσω από τη μάντρα του κονακιού. Και αυτός ο Τζιριτόκωστας έχασεν όλη την αταραξία του κι έτρεξε να κρυφθή στο αγκωνάρι του πρώτου σπιτιού. Αλλά δεν ήταν από τους ανθρώπους, που παραλεί τόσον εύκολα ο κίνδυνος. Περισσότερον αγρίεψε τώρα στην αντίδραση και το μίσος του εφλόγωσε δυνατώτερο μέσα του. Έκραξεν ένα με τον άλλον τους χωριάτες κοντά του και άρχισε να τους συμβουλεύη και να τους ενθαρρύνη σαν στρατηγός επιτήδειος τους στρατιώτες του στην ώρα απελπιστικής εφόδου. Τι φοβούνται τ’ αέρινα όπλα; τους έλεγε. Ο βρυκόλακας δεν ημπορεί ποτέ να έχη αληθινά όπλα μαζί του! Έτσι τα φτιάνει, ψεύτικα στη φαντασία των ανθρώπων, για να τους τρομάζη και να μένη ελεύθερος. Αλλ’ αν μείνη ελεύθερος, αλλοίμονο σ’ εκείνους και τις οικογένειες και τα χτήνη τους! Ίσα-ίσα τώρα που εφρένιασεν ο βρυκόλακας, τώρα έπρεπε να τον περιορίσουν ακόμη περισσότερο. – Φωτιά, παιδιά, γιατί θα φύγη! εφώναξε με χασκογέλασμ’ απαίσιον ο ζητιάνος.

Και, φοβερός, έτρεξε πρώτος στον σωρό, άρπαξε δαυλί αναμμένο και το ετίναξεν επάνω από τη σκεπή του σπιτιού. – Φωτιά, παιδιά!... εφώναξαν αμέσως και οι χωριάτες αγριεμένοι από τον ενθουσιασμό και τον τρόμο τους.

Και τ’ αναμμένα δαυλόξυλα, κατακόκκινα, σπιθοβόλα, διέγραφαν από παντού φωτεινά μισότοξα κι εσταυρώνονταν γοργά πυροτεχνήματα επάνω από τη σκεπή του Βαλαχά. Στην άγρια εκείνη επίθεση επάγωσεν όλος. Δεν του ήρθε πλέον στον νου ούτε να φωνάξη, ούτε να μιλήση, ούτε ν’ αντισταθή. Το αίμα του έβραζε· τα μηνίγγια του εχτυπούσαν σφυριά. Σχεδόν αισθανόταν γύρω του την ασφυχτική λάβρα της φωτιάς· άκουε, λες, το φριχτό τσιτσίρισμα της σάρκας του· ενοούσε το ψυχομάχημά του που ανέβαινε να σβύση με τόσον άδικο και πονετικό θάνατο! – Να μπορούσα νάφευγα! εψιθύρισεν έξαφνα δειλά, σαν την ελπίδα που εσύλλαβε και σιγαλά, σαν να εφοβόταν μήπως ακουσθή και από αυτήν την ελπίδα του.

Εσυλλογίσθηκε πως το διπλανό δωμάτιο είχεν ένα παραθύρι και κάτω από το παραθύρι ήταν ο αχυρώνας. Αν κατόρθωνε να πηδήση στον αχυρώνα και απ’ εκεί να πάρη το βουνό χωρίς να τον ιδούν οι χωριάτες, εσωνόταν. Ευθύς με τη σκέψη επήρε το κερί κι ετράβηξεν ίσα στο δωμάτιο. Αλλά μόλις επλησίασε στην πόρτα, έρριξε τρανή και άγρια φωνή· τα μάτια του μεγάλα, κάτασπρα, εστυλώθηκαν κατά γης· τα μαλλιά του εσηκώθηκαν άγρια σαν αγκάθια, έπεσε το κερί από τα χέρια του και μ’ ένα στριφογύρισμα εβρόντηξεν αναίσθητος επάνω στο κρυοπαγωμένο πτώμα του Μουτζούρη. – Φωτιά, παιδιά, γιατί θα μας φύγη! εφώναζε πάντοτε χασκογελώντας ο Τζιριτόκωστας. – Φωτιά, παιδιά! ούρλιαζαν και οι χωριάτες αγριεμένοι από τον ενθουσιαμό και τον τρόμο τους.

Όπου αν τυγχάνης ή απέρχη ή αυτός ή ο Βεελζεβούλ ή κατασείων ή δρακοντοειδής ή θηριοπρόσωπος ή ως ατμίς και ως καπνός φαινόμενος!... εξώρκιζεν ο Παπαρρίζος με όλη την απελπισία και τη φρίκη του. Αλλ’ έξαφνα πίσω από το σπίτι του Βαλαχά και πίσω από τη μεγάλη πύλη του κονακιού πυκνός καπνός και λαμπάδες πύρινες ετινάχθηκαν στον αιθέρα. Οι χωριάτες έμειναν για μία στιγμή κατάπληχτοι εμπρός στο θέαμα. Κι έπειτα, με τη συνείδηση μεγάλης ευθύνης, εσκόρπισαν εδώ κι εκεί κατάτρομοι, σαν αμαρτωλοί εμπρός στην όψη του Δικαιοκρίτη. – Το κονάκι έπιασε!... Φωτιά στο κονάκι!...