Οι Μιμίαμβοι του Ηρώδου

Οι Μιμίαμβοι του Ηρώδου
Συγγραφέας:


Επί αιώνας μένοντες κρυμμένοι
εντός του σκότους Aιγυπτίας γης
μέσω τοιαύτης απελπιστικής σιγής
έπληττον οι μιμίαμβ’ οι χαριτωμένοι·

αλλά επέρασαν εκείν’ οι χρόνοι,
έφθασαν από τον Βορρά σοφοί
άνδρες, και των ιάμβων έπαυσ’ η ταφή
κ’ η λήθη. Οι ευτράπελοί των τόνοι

μας επανέφεραν τας ευθυμίας
ελληνικών οδών και αγορών·
κ’ εμβαίνομεν μαζί των εις τον ζωηρόν
βίον μιας περιέργου κοινωνίας.—

Μας απαντά ευθύς πονηροτάτη
μεσήτρια που σύζυγον πιστήν
ζητεί να διαφθείρη! Πλην την αρετήν
γνωρίζει η Μητρίχη να φυλάττη.

Άλλον κατόπιν βλέπομεν αχρείον
όστις κατάστημά τι συντηρεί
και άνδρα Φρύγα εμμανώς κατηγορεί
ως βλάψαντα το — παρθεναγωγείον.

Δύο πολύλογοι, κομψαί κυρίαι
επίσκεψιν εις τον Aσκληπιόν
κάμνουν· φαιδρύνουν δε μεγάλως τον ναόν
αι νοστιμώταταί των ομιλίαι.

Εις μέγα εργοστάσιον σκυττέως
εμβαίνομεν με την καλήν Μητρώ.
Ωραία πράγματα εδώ κείντ’ εν σωρώ,
εδώ ευρίσκετ’ ο συρμός ο τελευταίος.


Πλην πόσα έλειψαν εκ των παπύρων·
πόσον συχνά των μιαρών σηρών βορά
έγινεν ίαμβος λεπτός και είρων!
Ο ατυχής Ηρώδης, καμωμένος
διά τα σκώμματα και διά τα φαιδρά,
τι σοβαρά μας ήλθε πληγωμένος!