Θαρρείς πως...
Συγγραφέας:
11.2.1934


Θαρρεῖς πὼς ἡ θάλασσα
κι ὄχι τὸ παράπονο
ποὺ στὰ χείλια ἀνεβαίνει,
ἡ θάλασσα μὲ τὸ νεκρό της κύμα
καὶ τὸ χυμένο ἀσημένιο σῶμα,
θαρρεῖς, ἀκριβή μου,
πὼς μᾶς πνίγει...
κ' εἶναι τὰ χέρια μας λευκὰ
ἀπὸ θάνατο κι αὔρα
καὶ τὰ πρόσωπα ὠχρὰ θέλουνε σβήσει
ἀπὸ τὸ ἄρωμα ποὺ ἁπλώνει ἡ φύση.