Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΛΒ'. Σκηνοπηγία


Ήταν φθινόπωρο και πλησίαζε η εορτή της «σκηνοπηγίας». Η εορτή αυτή, που ήταν για τους Εβραίους μια από τις μεγαλύτερες, και εορτάζουνταν στην Ιερουσαλήμ, έπεφτε το Σεπτέμβριο τέσσερις μέρες μετά τη μεγάλη τους νηστεία, και βαστούσε επτά μέρες. Ήταν η εορτή της συγκομιδής, και, συνάμα, οι Εβραίοι εόρταζαν τη σωτηρία τους τον καιρό που έζησαν στην έρημο, κάτω από σκηνές, ύστερα από τη φυγή τους από την Αίγυπτο με τον Μωυσή.

Ως ανάμνηση του περάσματος τους από την έρημο, όπου τόσο ταλαιπωρήθηκαν, οι Εβραίοι έφευγαν από τα σπίτια τους και έστηναν έξω, στους δρόμους, στις πλατείες, στις στέγες ή τα χωράφια, σκηνές ή καλύβες φτιασμένες με κλαδιά ελιάς και πεύκων, μυρτιάς και φοινικιάς. Γι' αυτό λέγουνταν η εορτή αυτή «σκηνοπηγία».

Από όλα τα μέρη της Παλαιστίνης, καραβάνια έφευγαν οι Εβραίοι και πήγαιναν και σκήνωναν γύρω και μέσα στην Ιερουσαλήμ.

Τις παραμονές λοιπόν, πήγαν στον Ιησού τ' αδέλφια του, που δεν πίστευαν ούτε σ' εκείνον ούτε στην αποστολή του, και του είπαν με κάποια ειρωνεία:

— Μη μένεις εδώ, παρά πήγαινε στην Ιουδαία, μήπως και οι μαθητές σου δουν τα έργα που κάνεις. Γιατί κανένας δεν κάνει κρυφά εκείνο που επιθυμεί να γνωριστεί. Αν τα κάνεις αυτά —τα μεγάλα δηλαδή έργα σου— φανέρωσε τον εαυτό σου στον κόσμο.

Αλλά τους είπε ο Ιησούς:

— Η δική μου η ώρα ακόμα δεν ήλθε να φανερωθώ στον κόσμο, που είναι ο δικός σας κόσμος, που δεν μπορεί εσάς να σας μισεί, αλλά που με μισεί εμένα, γιατί εγώ μαρτυρώ πως τα έργα του είναι κακά. Εσείς ανεβείτε στην εορτή αυτή εγώ ακόμα δεν ανεβαίνω, γιατί η ώρα μου ακόμα δεν ήλθε.

Και έφυγαν τ' αδέλφια του, κι εκείνος έμεινε στη Γαλιλαία.

Αλλά ύστερα έφυγε κι εκείνος κρυφά, και πήγε στην Ιερουσαλήμ, χωρίς να το ξέρει κανένας.

Για την εορτή αυτή, η Ιερουσαλήμ έχανε την αυστηρή της όψη, και έπαιρνε ύφος εξαιρετικά χαρούμενο. Οι άνθρωποι έβγαιναν όλοι στο ύπαιθρο, φορούσαν τα εορτάσιμά τους ρούχα, και κρατούσαν κλαδιά φοινικιάς στο χέρι. Στις στέγες, στους δρόμους, στις πλατείες και στους κάμπους, οι φυλλωμένες καλύβες ζωήρευαν, με τη χλωρή τους πρασινάδα, την άχαρη ξεραΐλα της χώρας. Μόνο ο Αντώνιος Πύργος υψώνουνταν ξερός και αστόλιστος πλάγι στον ιερό Ναό, σκίαζε με την απειλητική του μορφή τη γενική χαρά, γίγας πέτρινος, δεσπότης και εχθρός.

Στο διάστημα των επτά αυτών ημερών που βαστούσαν οι εορτές, 450 περίπου ιερείς, και άλλοι τόσοι Λεβίτες, ιερουργούσαν κατά ομάδες, η κάθε μια με τη σειρά της, και θυσίαζαν εβδομήντα μικρούς ταύρους στο βωμό του ναού. Τις έξι πρώτες μέρες, οι τελετές ήταν όμοιες, μόνο που θυσίαζαν από έναν ταύρο λιγότερο κάθε μέρα, την πρώτη δεκατρείς, τη δεύτερη δώδεκα, την τρίτη ένδεκα, και έτσι ως την εβδόμη, που θυσίαζαν μόνο επτά η τελευταία αυτή μέρα ήταν η μεγαλύτερη και επισημότερη. Κάθε μέρα, στο πρώτο λάλημα του πετεινού, από μέσα από το πλήθος των Λεβιτών που στέκουνταν όρθιοι, μαζεμένοι στα δεκαπέντε σκαλοπάτια του ναού, δύο ιερείς ξεπρόβαλλαν με τις ιερές ασημένιες σάλπιγγες, και χαρούμενα σάλπιζαν τρεις φορές, ύστερα, ανέβαιναν, και στη μέση της σκάλας σάλπιζαν άλλες τρεις φορές, και πάλι τρεις, μπαίνοντας στην Αυλή των Γυναικών. Από κει, παίζοντας πάντα τις σάλπιγγες, διέσχιζαν την Αυλή ως την Ωραία Πύλη, που άνοιγε στην Αυλή των Εθνικών, και, γυρνώντας κατά τη Δύση, ομολογούσαν πίστη στο Θεό και αφόριζαν τους Εθνικούς.

Απαρατήρητος είχε φθάσει ο Ιησούς στην Ιερουσαλήμ· μέσα στις εορτές του πανηγυριού, κανένας δεν τον αντελήφθηκε.

Και όμως, τον είχαν ζητήσει οι Ιουδαίοι στην εορτή, τ' όνομά του μουρμουρίζουνταν εδώ και εκεί, στους δρόμους, στις σκηνές, στο ναό, παντού, και έλεγαν:

— Πού είναι κείνος;

Λόγος πολύς γίνουνταν για κείνον στον κόσμο των προσκυνητών, που τον λογάριαζαν και τον έκριναν μερικοί έλεγαν πως ήταν καλός και σπλαχνικός, άλλοι πάλι έλεγαν: — Όχι, παρά πλανά τον κόσμο.

Μα κανένας δεν έλεγε φανερά το όνομά του, παρά συζητούσαν χαμηλόφωνα και κρυφά, από το φόβο των Ιουδαίων, μην ακούσει κανένας από τους μεγάλους· γιατί ήταν πια γνωστό πως αρχιερείς και διαβασμένοι είχαν αποκηρύξει τον Ιησού.

Πότε έφθασε και από ποιο δρόμο, κανένας δεν ήξερε· οι μαθητές του είχαν έλθει από μέρες πριν, μα τον Ιησού δεν τον περίμεναν πια.

Και, έξαφνα, μια μέρα, στη μέση του πανηγυριού, τον είδαν οι Ιουδαίοι καθισμένο σε μιαν από τις διάφορες αυλές του Ναού, όπου δίδασκε.

Μεταξύ στους αμέτρητους προσκυνητές που μαζεύθηκαν στην εορτή, ήταν και πολλοί ακόλουθοι του Ιησού, από τα μέρη της Παλαιστίνης· ήταν όμως και Ιουδαίοι, εχθρικά προδιατεθειμένοι, έτοιμοι πάλι να του ριχθούν. Και μέσα σ' αυτό το ανακατωμένο και μάλλον εχθρικό περιβάλλον, μιλούσε ο Ιησούς, τώρα ανοιχτά πια για την αποστολή του.

Συνεπαρμένα από τα λόγια του, τα πλήθη άκουαν, θαύμαζαν και απορούσαν και έλεγαν:

— Πως αυτός γνωρίζει γράμματα χωρίς να τα έχει μάθει;

Οι διαβασμένοι, απεναντίας, Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι αγανακτούσαν, που ενώ δεν είχε βγει από καμιά σχολή και δεν είχε κάνει ιδιαίτερες νομικές ή θρησκευτικές σπουδές, ούτε είχε χειροτονηθεί Ραββίνος απ' αυτούς, με την απλή του διδαχή, με μονάχα την ορμή της ψυχής του, ο Ιησούς συνάρπαζε τα πλήθη, τα ενθουσίαζε, τα έσερνε πίσω του μαγεμένα, προσηλυτισμένα στην καινούρια θρησκεία που δίδασκε.

Γιατί αυτός να έχει τόσους φανατικούς μαθητές και ακολούθους, να ξυπνά τέτοιον ενθουσιασμό και πίστη, εκεί που αυτοί οι γραμματισμένοι, μ' όλη τους τη μάθηση, ούτε να συζητήσουν μαζί του δεν μπορούσαν; Πως αυτός ο Γαλιλαίος, ο αδίδακτος γιος μαραγκού, μαραγκός ο ίδιος, να συγκινεί έτσι τα πλήθη, να τους εξηγεί το νόμο και να διδάσκει θρησκεία;

Και η έχθρα άρχισε πάλι να βράζει μέσα τους. Μουρμούριζαν και έλεγαν πως αυθαίρετα διδάσκει γιατί τι κύρος μπορούσε να έχει άνθρωπος, που τα γένια του δεν πρόφθασαν ν' ασπρίσουν στη σπουδή του Ταλμούδ;

Μάντεψε ο Ιησούς το φθόνο, από μέσα από τα μουρμουρίσματά τους, και είπε:

— Η διδαχή μου δεν είναι δική μου, αλλά εκείνου που μ' έστειλε.

«Όποιος θέλει να κάνει το θέλημα εκείνου, θα καταλάβει αν η διδαχή αυτή είναι από το Θεό ή αν από τον εαυτό μου μιλώ.

Και ανεβαίνοντας πάνω από τις μικρόψυχες σκέψεις που ένιωθε γύρω του είπε:

— Εκείνος που από τον εαυτό του μιλά, γυρεύει τη δική του δόξα εκείνος όμως που ζητά τη δόξα εκείνου που τον έστειλε, αυτός είναι γνήσιος, και αδικία μέσα του δεν έχει. Τα λόγια του όμως έπεφταν σε άχαρο έδαφος, ήταν πάρα πολύ υψηλά για να εννοηθούν εκεί. Μαζεύοντας πάλι τα φτερά της ψυχής του, τους μίλησε για πράματα που ήταν πιο κοντά τους και μες στην καρδιά τους.

— Ο Μωυσής δε σας έδωσε το νόμο; τους ρώτησε. Και όμως, από σας κανένας δεν τον εφαρμόζει. Γιατί ζητάτε να με σκοτώσετε;

Οι διαβασμένοι και οι Φαρισαίοι, που ήξεραν πόσο σωστά μάντευε τις σκέψεις τους, σώπαιναν. Ο λαός όμως που άκουε, και που ο περισσότερος δε γνώριζε ίσως τις κακές προθέσεις των μεγάλων, ούτε πόσες φορές πρωτύτερα ζήτησαν να τον σκοτώσουν, όταν γιάτρευε Σάββατο, του φώναξε:

— Δαιμόνιο έχεις. Ποιος γυρεύει να σε σκοτώσει;

Τους θύμισε τότε ο Ιησούς τους διωγμούς που του έκαναν, επειδή γιάτρευε το Σάββατο.

— Ένα έργο έκανα, και όλοι απορείτε, τους λέγει.

Και τους θυμίζει πως ο Μωυσής τους έδωσε το νόμο να περιτέμνουν και ν' αφιερώνουν το παιδί στο Θεό την ογδόη μέρα αφού γεννηθεί, και σαν πέσει η ογδόη μέρα Σάββατο, αν και οι ιεροπραξίες αυτές απαγορεύουνταν την ημέρα της αργίας, εντούτοις εκτελούσαν την περιτομή για να μη χαλάσουν το νόμο. Και τους εξηγεί πως πρέπει το πνεύμα του νόμου να βλέπουν, όχι τις λέξεις· πως η αγάπη πρέπει να οδηγεί τις πράξεις τους, όχι ν' ακολουθούν αυτοί τυφλά, κατά το γράμμα, μερικές στενοκέφαλες παραδόσεις. Και τους λέγει:

— Αν η περιτομή τελείται το Σάββατο για να μη χαλάσει ο νόμος του Μωυσή, γιατί θυμώνετε με μένα που γιατρεύω ολόκληρο άνθρωπο το Σάββατο; Μην κρίνετε από κείνο που φαίνεται, αλλά κρίνετε σύμφωνα με τη δικαιοσύνη.

Μερικοί Ιεροσολυμίτες που ήταν εκεί και άκουαν, απόρησαν και ρώτησαν:

— Τούτος δεν είναι που γυρεύουν να σκοτώσουν; Και όμως, να που στ' ανοιχτά μιλά εδώ, και κανένας δεν του λέγει τίποτα. Μήπως, αλήθεια, κατάλαβαν οι άρχοντες πως τούτος είναι αληθινά ο Χριστός;

Και πάλι δίσταζαν, γιατί, κατά τη λαϊκή τους παράδοση, ο Μεσσίας προήρχουνταν από άγνωστη προέλευση.

— Μα τούτον τον ξέρομε από πού έρχεται, έλεγαν, ενώ ο Χριστός, σαν είναι να έλθει, κανένας δε θα ξέρει από πού είναι.

Και στο ναό όπου δίδασκε, τους φώναξε ο Ιησούς λέγοντας:

— Και εμένα με ξέρετε και ξέρετε από πού έρχομαι!

Και όμως, τους λέγει, ούτε την αποστολή του ξέρουν, ούτε εκείνον που τον έστειλε γνώριζαν και προσθέτει:

— Εγώ τον ξέρω εκείνον που μ' έστειλε, γιατί από κείνον προέρχομαι και εκείνος μ' έστειλε.

Τα λόγια αυτά θύμωσαν και άναψαν τους Ιουδαίους, και γύρευαν να τον πιάσουν. Και όμως, κανένας δεν τον άγγιξε, κανένας δεν έβαλε χέρι απάνω του. Γιατί δεν είχε έλθει ακόμα η ώρα του.

Από το λαό όμως πολλοί πίστεψαν και έλεγαν:

— Ο Χριστός, όταν έλθει, μήπως θα κάνει· περισσότερα σημεία από όσα έκανε τούτος;

Άκουσαν οι Φαρισαίοι το λαό που κρυφομιλούσε και έλεγε αυτά για τον Ιησού, και τρόμαξαν μήπως και τον πιστέψουν. Σύμφωνοι λοιπόν με τους αρχιερείς, έστειλαν κλητήρες να τον συλλάβουν.

Είδε ο Ιησούς τους κλητήρες που παραφύλαγαν, και ατάραχα είπε στο λαό:

— Λίγον καιρό ακόμα μένω μαζί σας, και ύστερα πηγαίνω σ' εκείνον που μ' έστειλε. Θα με γυρεύετε και δε θα με βρίσκετε. Γιατί εκεί που πηγαίνω εγώ, εσείς δεν μπορείτε να έλθετε.

Προφήτευε και τους προέλεγε το θάνατο του, γιατί έξι μήνες μόνο του έμεναν να ζήσει ακόμα ανάμεσα στους ανθρώπους.

Αναμεταξύ τους είπαν οι Ιουδαίοι:

— Πού άραγε θα πάγει και δε θα τον βρούμε μεις; Μήπως σ' εκείνους —τους Ισραηλίτες, δηλαδή— που είναι σκορπισμένοι ανάμεσα στους Έλληνες[1]; Τι είναι αυτός ο λόγος που είπε, «θα με ζητάτε και δε θα με βρίσκετε, και όπου είμαι εγώ, εσείς δεν μπορείτε να έλθετε»; Μα τα λόγια αυτά δεν τα κατάλαβαν, παρά πολύ αργότερα. Κι εκείνη τη μέρα πάλι δεν τον έπιασαν.


  1. Έλληνες έλεγαν γενικώς, εκείνο τον καιρό, όλους τους εθνικούς, δηλ. ειδωλολάτρες, που είχαν τον ελληνικό πολιτισμό και λάτρευαν τους ελληνικούς θεούς, επίσης και τους ελληνόφωνους Ιουδαίους.