Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889/Μια επίσκεψις παρά τω κ. Εισαγγελεί

Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1889
Συγγραφέας:
Μία ἐπίσκεψις παρὰ τῷ κ. Εἰσαγγελεῖ


ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ ΠΑΡΑ ΤΩι Κ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙ
ΥΠΟ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΡ. ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ


Δημήτριος Καμπούρογλους
Ο Εἰσαγγελεὺς Β… ἦτο πολὺ παράδοξος ἄνθρωπος. Πάντα τὰ χαρακτηριστικὰ ὄντος δυναμένου νὰ πτοήσῃ καὶ μυθολογικὸν ἔτι ἥρωα εἶχον συγκεντρωθῆ ἐπὶ τοῦ προσώπου του.

Ἡ ἐν ταῖς ἐπαρχίαις ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἀναστροφή του μετ’ ἀνθρώπων μὴ ἐννοούντων τὸ ἑαυτῶν καθῆκον ἐὰν δὲν τοῖς ἐπεβάλλετο εἶχον καταστήσῃ αὐτὸν ἀπότομον· αἱ περὶ τῶν θείων καὶ ἀνθρωπίνων πραγμάτων ἰδέαι του ἀπαισιόδοξον, αἱ πολιτικαὶ μικρορραδιουργίαι δύσπιστον, ἡ διηνεκὴς καταδίωξις ἐγκλημάτων ὕποπτον, τὰ οἰκογενειακά του ἀτυχήματα σκαιὸν, ἡ κληρονομική του νευροπάθεια εὐερέθιστον.

Ἦτο ἀπρόσιτος.

Ἡ πολιτικὴ πολλάκις ἀπεπειράθη νὰ τὸν διαφθείρη ἀλλὰ δὲν τὸ κατώρθωσε· πολλάκις ἀπεπειράθη νὰ ἀποτινάξῃ αὐτὸν τῆς ράχεώς της, ἀλλὰ τῇ ἐπεμβάσει ἰσχυρῶν οἰκογενειακῶν φίλων διετηρεῖτο ὁ ἀνοικονόμητος!

Πρωΐαν τινὰ ἀνῆλθε τὴν κλίμακα τῆς Εἰσαγγελίας τεσσαρακοντούτης ἀνὴρ εὐσταλὴς τὸ σῶμα καὶ ὠχρὸς τὴν μορφὴν καὶ ἐζήτησε τὸν Εἰσαγγελέα:

Ο αγνωστοσ. Θέλω νὰ ὁμιλήσω ’ς τὸν κ. Εἰσαγγελέα.

Υπαλληλοσ α′. Τὸ ’πέτυχες· ὅ,τι ἦλθε καὶ μάλιστα οὔτε καφὲ δὲν ἤπιε ἀκόμη.

Υπαλληλοσ β′. Πὲς καὶ τὸ ἄλλο… Τὸ ἔγγραφο δὲν βρέθηκε ἀκόμα, καὶ μὴν τὰ γυρεύῃς.

Υπαλληλοσ γ′. Κρύβε λόγια.

Ο αγνωστοσ. Ἐγὼ ἦλθα μὲ ἀπόφασι νὰ ἴδω τὸν κ. Εἰσαγγελέα.

Υπαλληλοσ α′. (Ἐγειρόμενος). Καὶ ἐγὼ ἐσηκώθηκα μὲ ἀπόφασιν νὰ σὲ βγάλω ἔξω.

Υπαλληλοσ β′. Ξεφορτώσου μας χριστιανέ μου πρωῒ πρωΐ.

Υπαλληλοσ γ′. Ἐδῶ εἶσαι ἀκόμα;

Υπαλληλοσ α′. (Τὸν ὠθεῖ).

Ο αγνωστοσ (Δυνατὰ). Κύριε Εἰσαγγελέα!!…

Εισαγγελευσ (Ἐξερχόμενος ἔξαλλος). Ποιὸς εἶναι, ποιὸς φωνάζει, τί τρέχει;

Οι υπαλληλοι. Αὐτὸς ἐδῶ!

Εισαγγελευσ. Καὶ ποῦ βρίσκεσαι, ἔ;

Ο αγνωστοσ. Θέλω νὰ σᾶς μιλήσω καὶ δὲν μ’ ἀφίνουν! (παρακλητικῶς) νὰ σᾶς μιλήσω γιὰ τὸ Θεό!

Εισαγγελευσ. Δὲν σ’ ἀφίνουν λέει! καὶ τί εἶμαι λοιπὸν ἐγὼ ἐδῶ μέσα. Καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποῦ διώχνει ἄνθρωπο ποῦ ζητεῖ τὸν Εἰσαγγελέα;! (Πρὸς τοὺς ὑπαλλήλους) Ἔξω ὅλοι, (Πρὸς τὸν ἄγνωστον) Μέσα σύ!

Εισαγγελευσ. (Κλείων τὴν θύραν) ’Μίλα. Λίγα λόγια καὶ ἀληθινά. Ἂν πῇς πολλὰ σ’ ἔδιωξα, ἂν πῇς ψέμματα σὲ γκρέμισα.

Ο αγνωστοσ. ’Στὴ φυλακὴ.... εἶναι ἕνας κατάδικος.

— Γιὰ τί πρᾶξι;

— Γιὰ φόνο.

— Γιὰ φόνο ἔ;!.. ἄχ φονιάδες, ἄχ, ἀδιόρθωτοι! καὶ ἦλθες βέβαια νὰ μοῦ πῆς πῶς εἶναι μέσα ἄδικα.

— Ὄχι· καταδικάσθηκε δίκαια· μὰ ’στὴ φυλακὴ εἶναι ἄδικα.

— Τί παραμύθια εἶναι αὐτὰ ’ποῦ μοῦ λές;

— Ἄκουσέ με κύριε Εἰσαγγελέα.

— Λέγε γρήγορα, ἔχομε κι’ ἄλλαις δουλειαίς.

— Ὁ κατάδικος δὲν ἤτανε κακὸς ἄνθρωπος· κακὸν τὸν ἔκαμαν τὰ κόμματα. Μὲ τὸ τίποτε φυλακή. Κάθε τόσο κονάκι ’στὸ σπῆτί του· κόττα, πῆτα, ξύλο καὶ δέσιμο. Κάθε ’μέρα καὶ ἀπὸ μιὰ καταγγελία. Δὲν τὸν ἄφιναν σὲ ξερὸ κλαρὶ νὰ σταθῇ. Μαύρισαν ποιὰ τὰ μάτια του καὶ πῆρε τὰ βουνά. Τὸ σπῆτί του ’ῥήμαξε. Ἡ γρῃὰ ἡ μάνα του ψωμοζητοῦσε. Τὰ ἀποσπάσματα ’σὰν νὰ ἦταν μονάχα αὐτὸς φυγόδικος τὸν κυνηγοῦσαν ’σὰν τὰ σκυλλιὰ τὸ ἀγρίμι. Ἕνα πρωῒ βλέπει τὸ ἀπόσπασμα καὶ ἐρχότανε κατὰ τὸ μέρος ποῦ ἦταν κρυμμένος....

— Πολλὰ λές.

— Τελείωσα. ’Μπρὸς ἀπ’ τ’ ἀπόσπασμα περπατοῦσε ξυπόλητη καὶ δεμένη ’πισθάγκωνα ἡ ἀρραβωνιαστικιά του. Τὴν ἔφερναν γιὰ νὰ τοὺς δείξῃ ποῦ ἦταν κρυμμένος, γιατὶ ἕνας γείτωνας ’μαρτύρησε πῶς τ’ οὔφερνε ψωμί. Κλαμμένη, λαχανιασμένη καὶ ξεσχισμένη κάθησε σὲ μιὰ πέτρα φωνάζοντας: «Δὲν ’ξέρω ποῦ εἶναι!..» Ὁ ἀποσπασματάρχης ἐσήκωσε τὸ βούρδουλα καὶ τὴν ἐκτύπησε ’στὴ μέση. Ἔβαλλε τῇς φωναῖς. Ὁ κρυμμένος δὲ βάσταξε πιά… μπὰμ μία, πάρ’ τον κάτω!…

— Τὸν σκότωσε ἔ;!

— Τὸν σκότωσε.

— Τὸν ἀποσπασματάρχη;

— Ναί.

— Στὸν τόπο;

— Στὸν τόπο.

— Καὶ πόσο κατεδικάσθη ὁ φονιᾶς;

— Εἴκοσι χρόνια.

— Μόνο; ἂχ αὐτοὶ οἱ ἔνορκοι!… θὰ γελάστηκαν!

— ....

— Ἔλα μίλα.

— Κἄτι ξώδεψε καὶ ὁ πεθερός του σὰ νὰ ποῦμε.

— Γειά σου, εἶσαι σωστὸς ἄνθρωπος. Καὶ πόσα χρόνια ἔχει τώρα μέσα;

— Δεκατέσσερα.

— 14! Ἀλλοίμονο, τί κακοῦργος θὰ ἔγεινε!

— Κάθε ἄλλος θὰ γεινότανε.

— Καὶ ποῦ ἤμουν ἐγὼ τόσα χρόνια;

— Δὲν τὸν ἄφιναν σ’ ἕνα μέρος, ἅμα ἦταν γιὰ νἄρθῃ ἐπιτροπή, μετάθεσι.

— Καὶ δὲν φρόντιζαν οἱ ’δικοί του;

— Ποιὸς νὰ φροντίσῃ; ὁ πεθερός του πέθανε, ἡ ἀρραβωνιαστική του ποιὸς ξέρει τί ἔγεινε.

— Καὶ σὺ τί καθώσανε μὲ σταυρωμένα χέρια;

— Ἐγώ! ἂχ Κύριε εἰσαγγελέα (ἐν ἀπογνώσει) δὲν βαστῶ θὰ ’στὸ ’πῶ....

(διακόπτων) Καὶ εἶναι λὲς ἀκόμη καλὸς ἄνθρωπος;

— Τόσο καλὸς ποῦ ὅλοι στὴ φυλακὴ τὸν ἀγαποῦνε. Καμμιὰ φορὰ μάλιστα τὸν ἀφίνουν καὶ βγαίνει καὶ ἔξω· παίρνει λίγο τὸν ἀέρα του καὶ πάλι γυρίζει σὰν τὸ ἀρνὶ στὴ μάνδρα.

(ἔξαλλος) Ψέμματα!

— Ἀλήθεια!

— Ἂν λὲς ἀλήθεια θὰ τοὺς πάρῃ ὁ διάβολος, ἂν λὲς ψέμματα θὰ σὲ πάρῃ ὁ διάβολος.

— Ἀλήθεια λέγω· λυπήσου με! μὴ τοὺς κάνῃς κακό!

— Τὸ παραξύλωσες! γιὰ πόσους κακούργους ἦλθες νὰ μοῦ μιλήσης; ἀνάθεμά σε! Πάμε ’στὴ φυλακὴ τώρα.

— Ὄχι μαζύ!

— Καλὰ, πηγαίνω μόνος μου (λαμβάνει τὸν πῖλον του).

— Στάσου λίγο κύριε εἰσαγγελέα.

— Τὸ παράκαμες (λαμβάνει τὴν ῥάβδον του) Λέγε, ποιὸς εἶναι ὁ κατάδικος.

— Ἐγώ!!

— Σύ!…… (ὑψώνων τὴν ῥάβδον του καὶ πάλιν καταβιβάζων αὐτὴν) ἀνάθεμά σε! μοῦ χάλασες τὸ χαρακτῆρά μου!! Καὶ πῶς βρίσκεσαι ἔξω;!

— Σᾶς εἶπα μ’ ἀφίνουν, γιατὶ εἶμαι τίμιος.

— Ἀφοῦ εἶναι ἕνας φονιᾶς ἔξω ἀπὸ τὴ φυλακὴ ἐγὼ δίκαιο θά ἦτο νὰ πάω μέσα! Καταραμένη ὑπηρεσία! Ἔξω εὑρίσκεσαι ἔ; καὶ τὸ λές!.. Μοὔρχεται νὰ κτυπήσω τὸ κουδούνι καὶ νὰ σὲ στείλω δεμένο μέσα καὶ μὲ τὰ ἴδια σκοινιὰ νὰ φέρω δεμένους ἐκείνους ποῦ σ’ ἄφισαν. (Συλλογίζεται. Κτυπᾷ τὸ μέτωπόν του) Ἄχ! μοῦ χάλασες τὸ χαρακτῆρά μου!. Ἔλα, φύγε, φύγε νὰ μὴ σὲ βλέπω. Θὰ φροντίσω γιὰ τὴ χάρι σου. Στὴ φυλακή σου γρήγορα. Μὴ βγάλης μιλιὰ καὶ μὴ ξανάβγης ἔξω. Μὲ διέφθειρες, μὲ κατέστρεψες ἂχ ποιὸς ἤμουν καὶ ποιὸς κατήντησα!… Ἀκόμη στέκεσαι;

(ἱκετευτικῶς) Τὸ χέρι σου....

— Τὸ χέρι μου!; χέρι γιὰ φίλημα!.. χέρι ποῦ ἀφίνει τοὺς κακούργους νὰ φεύγουν ἀπ’ τὸ γραφεῖο τῆς εἰσαγγελίας!..

Ὁ κατάδικος φεύγει κλαίων. Ὁ εἰσαγγελεὺς καταπίπτει ἐπὶ τῆς ἕδρας του ἀναφωνῶν «ὅ,τι δὲν κατώρθωσαν χίλιοι κακοήθεις τὸ κατώρθωσεν ἕνας τίμιος. Μοῦ ἐχάλασε τὸν χαρακτῆρά μου!..

Μετὰ μεγάλης ἀπορίας οἱ περίτρομοι ὑπάλληλοι εἶδον τὸν εἰσαγγελέα νὰ ἀπέλθῃ πρὸ τῆς συνήθως ὥρας χαιρετῶν αὐτοὺς πρώτην ἤδη φορὰν προσηνῶς καὶ εἰς ἄκρον συγκεκινημένος.