Εις εικόνα του Λαοκόωντος

Εἰς εἰκόνα τοῦ Λαοκόωντος
Συγγραφέας:
Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τὰ Ἅπαντα (1873)


Ὁ Λαοκόων καταβὰς πρωῒ ἀπὸ τὴν Τροίαν,
Εἰς τῆς θαλάσσης τὸν θεὸν προσέφερε θυσίαν·
Ἀπὸ τὴν Τένεδον δυὰς δρακόντων φρικτοτάτων
Ἐφέρετο, δεινὸν ἰδεῖν! ἐπάνω τῶν κυμάτων.
..............................................
..............................................

Φεύγει μὲ τρόμον ὁ λαός· οἱ δράκοντες ταχέως
Ἑλίσσονται καὶ προχωροῦν ἐμπρός τοῦ ἱερέως·
Τοὺς δύο νέους του υἱοὺς ἁρπάζουν κατὰ πρῶτον,
Ἐνῷ δὲ συστρεφόμενοι ὀξὺν ἐκπέμπουν κρότον,
Μὲ τοὺς ὀδόντας τοὺς κεντοῦν, τοὺς θλίβουν μὲ τὰς σπείρας.
Ὁ Λαοκόων ἀρωγὸς ὁρμᾷ μ’ ἐνόπλους χεῖρας...
Ὁ δυστυχής! τὰ τέρατα νὰ πλήξῃ δὲν προφθάνει,
Περιτυλίσσουν καὶ αὐτὸν ἐν φοβερᾷ πλεκτάνῃ.
Κυκλόνουν δὶς τὴν μέσην του καὶ δὶς τὸν τράχηλόν του,
Διπλασιάζουν τὰ δεσμά. Ἡ γαύρη κεφαλή των
Ὑψόνετο καὶ ἦτον
Ὑπὲρ τὸ μέτωπόν του,
Ἀφρὸς δὲ δηλητήριος ἁπανταχόθεν κ’ αἷμα
Ἐμόλυνε τὸ ἱερὸν τῆς κεφαλῆς του στέμμα.
Τοὺς δύο του βραχίονας ὁ δυστυχὴς τανύων
Τοὺς κρίκους τῶν θηρίων
Ζητεῖ ν’ ἀπομακρύνῃ,
Καὶ μὲ κραυγὰς τὴν πλησμονὴν τῶν ὀδυνῶν ἐκχύνει.