Γιατρική παρηγορία
Συγγραφέας:


Βογκομαχούσεν αστενής
κατάκοιτος στην κλίνη,
του Χάρου παίρει, δίνει.

Και λυπημένη και πικρή
η μαύρη σύζυγος του
θρηνούσε στο πλευρό του.

Σε τούτο μπαίνει κι ο γιατρός
και το σφυγμό του πιάνει,
τον ερωτάει τι κάνει.

- Ωχ! τι να κάμω, δεν μπορώ,
χειρότερα όσο πάνω,
φοβούμαι θα πεθάνω.

- Μη δα τον θάνατον ευτύς
στοχάζεσαι, δειλιάζεις,
και του πατρός σου ομοιάζεις.

Ο μακαρίτης σαν κι εσύ
μου έλεγε, θυμούμαι:
«Γιατρέ, δεν τον πατούμε

το χάρο τούτην τη φορά!»
Μόν' κείνος ήταν γέρος
και του θανάτου μέρος.

- Δεν έχω δύναμη, γιατρέ,
μηδέ για να μιλήσω,
και δε θαρρώ να γλύσω.

- Τον ίδιον είχε, και σωστά,
ο μακαρίτης θειος σου,
το φόβο το δικό σου.

Μόν' εσύ φίλε μου, αγκαλά
από πολλής στο στρώμα,
χαμοβαστιέσαι ακόμα.

- Καλό δε βλέπω, κυρ γιατρέ,
δεν τρώγω, δεν κοιμούμαι,
πώς λες να μη φοβούμαι;

- Σου 'ρθαν στο νου, καθώς θωρώ,
τα λόγια του αδελφού σου,
του μεγαλύτερού σου.

Ο μακαρίτης φαγητό
και ύπνον εποθούσε,
και με συχνορωτούσε.

Μόν' εσυ, φίλε μου, προχτές
ζουμί, θαρρώ, καμπόσο
να ρούφησες ωστόσο.

Αυτά ν' ακούσει η ορφανή
γυναίκα του, αρχινάει
να κλαίγει, να θρηνάει.

Ωχ! λέγει ο άντρας· αμ, γιατί
του κάκου να λυπιέσαι,
και δεν παρηγοριέσαι;

Και το γιατρό δεν αγροικάς,
που λέει να παντέχω
και κίντυνο δεν έχω;

- Αμ, με τι θάρρος και καρδιά!
η άτυχη φωνάζει,
βαριά αναστενάζει·

αφού ακέρια φαμελιά,
την έχει μακαρίσει,
σ' εσένα θα ευτυχήσει;