Λόγος B'
Περί αποταγής κόσμου και αποχής της προς ανθρώπους παρρησίας

Συγγραφέας:


‘Οταν αγαπήσωμεν φυγείν εκ του κόσμου και ξένοι των κοσμικών γενέσθαι, ουδέν ούτως ημάς χωρίζει εκ του κόσμου, ουδέ θάνατοι τα πάθη εξ ημών και διεγείρει και ζωογονεί ημάς εις τα πνευματικά, ως το πένθος και ο καρδιακός πόνος ο μετά διακρίσεως. Πρόσωπον γαρ αιδήμονος, μιμείται την ταπείνωσιν του ηγαπημένου. Και πάλιν ουδέν ημάς ποιεί συναναστραφήναι τω κοσμώ και τοις εν τω κοσμώ και τοις εν αύτω μεθυσταίς και ασώτοις, και ουδέν ημάς χωρίζει των θησαυρών της σοφίας και της γνώσεως των Θεού μυστηρίων, ως ο γελοιασμός και ο μετά παρρησίας μετεωρισμός, και τούτο εστί το επιτήδευμα του δαίμονος της πορνείας.

Επειδή δε σου πεπείραμαι της φιλοσοφίας, ω αγαπητέ, παρακαλώ σε εν αγάπη, παραφυλάττεσθαι εκ της επήρειας του εχθρού, ίνα μη εν τη ευτραπελεία των λόγων ψυχράνης την ψυχήν σου εκ της θέρμης της αγάπης του Χριστού, του δια σε χολής γευσαμένου επί του ξύλου του Σταυρού, και αντί της γλυ­κείας εκείνης μελέτης και της προς Θεόν παρρησίας εμπλήση αυτήν φαντασιών πολλών και σου εγρηγορότος, καθεύδοντος δε, αιχμαλώτιση αυτήν τοις ατόποις ενυπνίοις, ων την δυσοσμίαν οι άγιοι Άγγελοι του Θεού ουκ ανέχονται, Και γένη άλλοις ολίσθημα και σεαυτώ σκόλοψ. Παραβίασε ούν σεαυτόν μιμήσασθαι την ταπείνωσιν του Χριστού, ίνα μάλλον εξαφθή το πυρ το εν σοι παρ’ αυτού καταβληθέν, εν ω εκριζούνται πάσαι αί κινήσεις του κόσμου, αι αποκτείνουσαι τον καινόν άνθρωπον και μιαίνουσαι τάς αυλάς του Κυρίου του αγίου και δυνατού.

Εγώ γαρ θαρρώ λέγειν, κατά τον άγιον Παύλον, «ότι ναός Θεού έσμεν». Αγνίσωμεν ούν τον αυτού ναόν, ως αυτός αγνός εστίν, ίνα επιθυμήση κατασκηνώσαι εν αυτώ. Αγιάσωμεν αυτόν, ως και αυτός άγιος εστί, και κοσμήσωμεν αυτόν εν ασιν έργοις αγαθοίς και τιμίοις. Θυμιάσωμεν αυτόν τω θυμιάματι της αναπαύσεως του θελήματος αυτού δια καθαρός Και καρδιακής προσευχής, ην τη κοινωνία των κοσμικών συνεχών κινήσεων κτήσασθαι αδύνατον) και ούτως επισκιάσει τη ψυχή η νεφέλη της δόξας αυτού και διαυγάσει το φως της μεγαλωσύνης αυτού ένδοθεν της καρδίας. Και εμπλησθήσονται χαράς και ευφροσύνης πάντες οι οικήτορες του σκηνώματος του Θεού, οι δέ αναιδείς και αναίσχυντοι τη φλογί του αγίου Πνεύματος εκλείψουσιν.

Ονείδιζε ούν σαυτόν, αδελφέ, διαπαντός Και λέγε· Ουαί μοι, ω αθλία ψυχή, ήγγικε σου η εκ του σώματος διάλυσις.

Ίνα τι ευφραίνη εις ταύτα α σήμερον μέλλεις καταλείψαι και ων της θέας στερηθήση εις τους αιώνας; Πρόσεχε τοις εμπροσθέν σου και διαλογίζου α έπραξας, πώς και τίνα εισί, και μετά τίνος διήνυσας τας ημέρας της ζωής σου, ή τις εδέξατο τον κόπον της εργασίας της γεωργίας σου, και τίνα εύφρανας εν τη ση παλαίστρα, ίνα προς απάντησιν σου εξέλθη εν τω καιρώ της εξόδου σου. Τίνα δε έτερψας εν τω σω δρόμω, ίνα εν τω λιμένι αυτού αναπαυθής. Τίνος δε χάριν εταλαιπώρησας κοπιώσα, ίνα φθάσης εις αυτόν εν χαρά, τίνα τε εκτήσω φίλον εν τω μέλλοντι αίωνι, ίνα σε άρτι υποδέξηται εν τη εξόδω σου, εν ποίω αγρώ εθητεύσω, Και τις ο μέλλων σοι παρασχείν το μίσθωμα εν τη δύσει του ηλίου του χωρισμού σου.

Συ εξέτασαν σαυτήν, ω ψυχή, και βλέπε προς ποίαν γήν η μερίς σου και, εί διεπέρασας τον αγρόν τον καρποφορούντα πικρίαν τοις γεωργούσιν αυτόν, κράξον και βόησον εν στεναγμώ και αδημονία, τα αναπαύοντα τον Θεόν σου όπερ τας θυσίας και τα ολοκαυτώματα. Βρυέτω το στόμα σου οδυνηράς φωνάς, αίς οι άγιοι Άγγελοι επιτέρπονται. Βάψον σου τας παρειάς εν τω κλαυθμώ των ομμάτων σου, ίνα επαναπαύσηταί σοι το άγιον Πνεύμα και απολούση σε του ρύπου της κακίας σου.

Εξιλέωσαι σου τον Κύριον εν δάκρυσιν, ίνα προς σε παραγένηται. Επικάλεσαι Μαρίαν και Μάρθαν διδάξαι σε πενθικάς φωνάς, βόησον τω Κυρίω.

Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, Ο επί Λαζάρου κλαύσας και δάκρυα λύπης και συμπαθείας στάξας έπ’ αυτώ, δέξαι δάκρυα πικρίας μου. Τοις πάθεσί σου, τα πάθη μου θερά­πευσαν. Τοις τραύμασί σου, τα τραύματα μου ιάτρευσον τω αίματι σου, το αίμα μου καθάγνισον και συγκέρασον τω σώμα­τι μου την όσμην του ζωοποιού σου σώματος. Η χολή, ην παρά των έχθρων εποτίσθης, γλυκάναι μου την ψυχήν από της πι­κρίας, ης με ο αντίδικος επότισε. Το σώμα σου το επί ξύλου Σταυρού τανυθέν, διαπετάσαι μου τον νουν προς σε, τον υπό των δαιμόνων κάτω ελκυσθέντα. Η κεφαλή σου, ην επί του Σταυρού έκλινας, υψώσαι μου την κεφαλήν την κολαφισθείσαν υπό των αντιπάλων. Αι πανάγιοι σου χείρες αι καθηλωθείσαι υπό απίστων εν τω Σταυρώ, αναγαγετωσάν με προς σε εκ του χάσματος της απώλειας, ως υπέσχετο το πανάγιόν σου στόμα.

Το πρόσωπον σου το δεξάμενον ραπίσματα και εμπτύσματα υπό των καταράτων, στιλβωσάτω μου το πρόσωπον το χρανθέν εν ταίς ανομίαις. Η ψυχή σου, ην επί του σταυρού ων τω Πατρί σου παρεδωκας, οδηγησάτω με προς Σε εν τη χάριτι σου.

Ούκ έχω καρδίαν οδυνηράν προς αναζήτησίν σου, ουκ έχω μετάνοιαν, ουδέ κατάνυξιν, τα επανάγοντα τα τέκνα προς την ιδίαν κληρονομίαν. Ουκ έχω, Δέσποτα, δάκρυον παρακλητικόν. Εσκότισται μου ο νους εν τοις βιωτικοίς και ουκ ισχύει ατενίσαι προς σε εν οδύνη. Έψυκται μου η καρδία εκ του πλήθους των πειρασμών, και ου δύναται θερμανθήναι τοις δάκρυσι της προς σε αγάπης. Αλλά συ, Κύριε Ιησού Χρίστε ο Θεός, ο θησαυρός των αγαθών, δώρησαί μοι μετάνοιαν ολόκλήρον και καρδίαν επίπονον, ίνα εξέλθω ολοψύχως εις αναζήτησίν σου. Χωρίς γαρ σου, παντός αγαθού ξενωθήσομαι. Χάρισαι ουν μοι, ω αγαθέ, την χάριν σου. Ο Πατήρ, ο προαγαγών σε εκ των κόλπων αυτού αχρόνως και αϊδίως, ανακαινισάτω εν εμοί τάς μορφάς της σης εικόνος. Κατέλιπόν σε, μη με εγκαταλίπης. Εξήλθον από σου, έξελθε εις αναζήτησίν μου και εισάγαγε με εις την νομήν σου και σογκαταρίθμησον με τοις προβάτοις της εκλεκτής σου ποίμνης και διάθρεψόν με συν αυτοίς εκ της χλόης των θείων μυστηρίων σου, ων η καθαρά καρδία καταγώγιον σου υπάρχει και καθοράται εν αυτή η έλλαμψις των σων αποκαλύψεων, ήτις εστί παράκλησις και αναψυχή των κοπιασάντων δια Σε εν ταις θλίψεσι και ταις παντοδαπαίς αικίαις.

Ης τίνος ελλάμψεως και ημείς αξιωθείημεν χάριτι και φιλανθρωπία Σου του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.