Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη
Συγγραφέας:
Β2


Είκοσι έξι μήνες έκαμα σ’ αυτείνη την ’πηρεσίαν. Αν ιδήτε κατάχρησιν παραμικρή, ή ληστεία, ή αδικίαν εις τους πολίτες, τότε εσείς αναγνώστες να με λέτε άτιμον άνθρωπον. Κι’ απ’ όταν πάψαμεν ύστερα, τηράτε τι ληστείες έγιναν και τι αρπαγές και τι σκοτωμοί. Ο Κυβερνήτης μο ’δωσε τον βαθμό μου, χιλίαρχο, καθώς και οι άλλοι, και μ’ έβαλε και εις το στρατιωτικόν δικαστήριον. Δεν θέλησα να κρίνω κανέναν. Ο Κυβερνήτης καταφρόνεσε πολύ του Πετρόμπεγη το σπίτι. Ψωμί δεν είχαν να φάνε. Σήκωσε ντουφέκι η Σπάρτη, η Πελοπόννησο, η Ρούμελη και γύρευαν Συνέλεψη, να κυβερνιώνται με νόμους. Τότε άρχισε ντουφέκι και εις τον Πόρο. Έστειλε στρατέματα, ήταν και καράβια Ρούσσικα με τον Ρικόρδον. Έκαψε ο Μιαούλης την φεργάδα και παπόρι κι’ άλλα. Υποπτεύονταν η Αγγλία να μην γένωμεν κι’ εμείς θαλασσοδύναμη και με την ευκαρίστησιν του Εκλαμπρότατου Μαυροκορδάτου και συντροφιάς τα ’καψαν· και τελειώσαμεν κι’ από αυτά. Και γυμνώθη κι’ ο Πόρος και σκοτώθηκαν τόσοι άνθρωποι. Ο Πετρόμπεγης είχε φύγη κρυφά πρωτύτερα από τ’ Ανάπλι. Στον δρόμο τον έπιασαν αυτόν, έπιασαν τ’ αδέλφια του τον Κατζή και τον Κωσταντήμπεγη, τον υιγιό του τον Μπεζαντέ και τους χάψωσαν εις το Παλαμήδι όλους.

Και τότε το κακό άξαινε παντού· κι’ ο Κολοκοτρώνης κι’ ο Μεταξάς και η συντροφιά όλη και τ’ αδέλφια του Κυβερνήτη βάναν φωτιά εις το μπαρούτι. Τότε ο δυστυχής Κυβερνήτης είδε πού τον κατήντησε αυτείνη η λοιμική. Όμως δεν μπορούσε να κάμη τίποτας. Έκρινε του Κυβερνήτη ο Κοντάκης καμπόσα, ότι τον αγαπούσε ο Κυβερνήτης. Του είπε να βγάλη τον Πετρόμπεγη και τους άλλους από την χάψη· και στρέχτη ο Κυβερνήτης να τους βγάλη, ν’ αγαπηθούν. Το ’μαθε αυτό ο Κολοκοτρώνης και η συντροφιά του και του είπαν, αν γένη αυτό, αυτείνοι τραβούνε χέρι από τον Κυβερνήτη. Τότε άντεσε ο δυστυχής σαν τ’ αυγό στα δυο λιθάρια. Δεν θέλησαν, κι’ έμεινε η ομιλία διά τον Πετρόμπεγη. Κι’ ο δυστυχής Κυβερνήτης βρέθηκε σε μιαν δεινή περίστασιν και καταλυπέταν, ότι απατήθη από την συντροφιά του.

Ο Κοντάκης μου είπε αυτά. Είχα πάγη εις τον Κυβερνήτη, ότ’ ήταν κι’ όντως αξιολύπητος. Του είπα· «Κυβερνήτη μου, εγώ σου τα είπα όταν μ’ έστειλες εις την περιοδεία· σου είπα την αλήθεια ο δυστυχής. Δεν θέλησες να με πιστέψης ποτέ. Εγώ σου είπα, πατρίδα δοξάζω, θρησκεία και την Εξοχότη σου, οπού είσαι ο Κυβερνήτης της πατρίδας μου και μπορείς να την σώσης και μπορείς να την χάσης. Τώρα κυβέρνα τα πράματα με φρόνησιν κι’ αγροικήσου μ’ όλους τους σημαντικούς κι’ ενώσου μ’ αυτούς». Μπήκε ένας μέσα κι’ αναχώρησα. Και ήταν πολύ λυπημένος. Όλοι οι ανθρωποφάγοι ήταν αναντίον του. Αφού ο Κοντάκης είδε την στεναχώρια του Κυβερνήτη, και το ντουφέκι δούλευε, του είπε του Κυβερνήτη, αν είναι με την άδειά του, να ξαναπάγη εις τον Κολοκοτρώνη, εις τον Μεταξά, εις τον Τζαβέλα, εις τους αδελφούς του, εις τον Σπηλιάδη, ότ’ ήταν Γραμματέας του Εσωτερκού, και τους άλλους. Τους μαζώνει σ’ ένα μέρος, λέγει την περίστασιν και τον κίντυνο της πατρίδος κι’ ότι μίλησε και με τους αναντίους και θέλουν να πάψη η διχόνοια, όμως τους Μαυρομιχαλαίγους να βγάλουν από την φυλακή. Όλοι σύνφωνοι, και η κακή ψυχή ο Μεταξάς σκύλιασε τον Κολοκοτρώνη κι’ αυτούς τους άλλους και δεν έκαμαν τίποτας.

Το ντουφέκι άναψε πολύ εις την Σπάρτη. Σηκώθη ο καϊμένος ο Κυβερνήτης και πήγε μόνος του να το σβέση. Πίσου αυτείνοι οπού μείναν θέλουν να κάμουν εξορίαν όσους δεν ήταν με το πνεύμα τους, ορκισμένοι. Έκαμαν κατάλογον εις τ’ Ανάπλι. Εδώ εις τ’ Άργος ο Τζόκρης, ο Καλλέργης, οι άλλοι όλοι ήταν ένα· είπαν κι’ έκαμαν μίαν μυστική συνέλεψη οι Αργίτες να διώξουν από τ’ Ανάπλι κι’ από δω όλους τους αναντίους κι’ εμένα. Τότε μαθαίνω εγώ αυτό κι’ αρμάτωσα καμπόσους. Έρχονται από τ’ Ανάπλι βλέπουν αυτό, βαστιώνται σε κουράγιο κι’ εκείνοι. Μαλλώσαμεν με λόγια. Δεν άφησα να πιάσουν κανέναν. Γράφουν αυτά του Κυβερνήτη, γυρίζει οπίσου. Πήγα εγώ να παρουσιαστώ εις τον Κυβερνήτη, μου λέγει· «Τι είναι αυτά οπού ’καμες; – Μυστικές συνέλεψες κάμαν· θέλουν να διώξουν τους ξένους κι’ εμένα. – Σαν δεν σας θέλουν, δεν μπορείτε να καθίσετε στανικώς, μου λέγει ο Κυβερνήτης. –Δεν είμαστε ξένοι, Κυβερνήτη. Όταν ήρθε ο Αράπης, αυτείνοι όλοι ήταν πηγιωμένοι άλλοι στα νησιά κι’ άλλοι στης σπηλιές και ήταν ασφαλισμένοι, κι’ εγώ μ’ εκείνους οπού θέλουν να διώξουν σκοτωνόμαστε. Και την έχομεν την πατρίδα αντάμα. Πιθαμή, πιθαμή θα την μεράσουμεν κι’ όχι να μας διώξουν! Δεν μας είχαν σκλάβους φερμένους. – Λέγει η Εξοχότη του, όλοι εσείς σύνταμα γυρεύετε, και σας κυβερνώ όλους εσάς. – Είσαι νοικοκύρης, Εξοχώτατε, και κάμε ό,τι αγαπάς. (Όσους ήταν να διώξουνε ’νεργούσαν ολοένα). Με λύπη μου σου λέγω, αν πειράξουν κανέναν, θα πεθάνωμεν· κι’ ο αίτιος ας δώση λόγον εις τον Θεόν. Κι’ από μέρος μου σιχάθηκα τέτοια λευτεριά!» Και σηκώθηκα κι’ έφυγα χωρίς να του κρίνω άλλο.

Σας λέγω ως τίμιος άνθρωπος, ποτέ δεν θέλησα να είμαι αναντίον του, ότι μπεζερίσαμεν από της ακαταστασίες. Αλλά οι Κολοκοτρωναίγοι και η συντροφιά τους με κατάτρεχαν διά μέσον του Κυβερνήτη κι’ αδελφών του. Τότε στέλνουν έναν λοχαγόν με καμπόσους ανθρώπους εδώ εις τ’ Άργος να με πιάσουνε, ή αν αντισταθώ, να με βαρέσουνε. Τότε μο ’στειλαν από τ’ Ανάπλι χαμπέρι κι’ έφυγα κρυφίως και πήγα εις τ’ Ανάπλι και κρύφτηκα. Την αυγή, ήταν Κυργιακή, πήγε ο Κυβερνήτης εις την εκκλησιά, κι’ εγώ πήγα και το ’πιασα το σπίτι. Ήρθε, μ’ είδε. «Τι θέλεις;» μου λέγει. – Τον Κυβερνήτη της πατρίδας μου. – Δεν έχω καιρό, μου λέγει. – Δεν έχω κι’ εγώ καιρό να σε ιδώ άλλη βολά (ότι ψάχναν να με βρούνε να με πάνε εις το Παλαμήδι). – Φεύγα, μου λέγει· δεν αδειάζω. – Πουθενά δεν πάγω!» Άρχισαν οι άνθρωποί του να με κακομεταχειρίζωνται. Τότε μαλλώσαμεν. Έστειλε και πήγα μέσα. «Τι θέλεις;» μου λέγει. Να μ’ ακούσης· την κατάστασή μου την ξόδιασα, τα υποστατικά μου και σπίτι μου τα ’χασα. Εικοσιέξι ανθρώπους πήγαν να μας κρεμάσουνε, μόνος μου γλύτωσα. Εβδομήντα πέντε ημέρες με τυραγνούσαν με σίδερα εις τα ποδάρια κι’ άλλους παιδεμούς να μαρτυρήσω το μυστικόν της Εταιρίας, τρόμαξα να γλυτώσω. Πέντε πληγές πήρα εις τον αγώνα της πατρίδας. Τούτα τ’ άρματα δεν μου τα ντρόπιασε ο Θεός, οπού τα ’χω από δέκα πέντε χρονών παιδί –θέλει να μου τα ντροπιάση ο Κυβερνήτης της πατρίδας μου. Λάβε τα. (Έβγαλα το σπαθί, της πιστιόλες τα ’βαλα στο τραπέζι). Κάμε ό,τι αγαπάς τώρα· στείλε με εκεί οπού θέλεις (Παίρνει και ματαβαίνει οπίσου τ’ άρματα εις το ζουνάρι μου). Δεν τα θέλω, του λέγω. Κάμε μου όρκον ότι δεν με ντροπιάζεις, κι’ έτζι τα βαίνω απάνου μου». Τότε μο ’καμεν όρκο και τα πήρα κι’ έφυγα. Και δεν έκαμεν εξορία και τους άλλους στρατιωτικούς και πολιτικούς ούτε από τ’ Άργος, ούτε από τ’ Ανάπλι.

Σε ολίγες ημέρες βγάζουν ότι ξεσκέπασαν μίαν εταιρία και θέλουν να μας ορκίσουν, να ’μαστε πιστοί εις τον Κυβερνήτη. Εγώ αν ήξερα αυτό, να ’χω την κατάρα της πατρίδας. Έβγαλε εγκύκλιον παντού ο Κυβερνήτης κι’ έλεγε ότι «μία εταιρία γίνεται του «Γερακλέους» και δι’ αυτό να ορκιστήτε πως δεν ενέχεστε εις αυτό και να είστε πιστοί». Ορκίστηκαν όλοι. Εγώ έφκειασα όρκον δικό μου. Μου κόβουν τον μιστόν μου, σ’ έναν ξένον τόπον με τόση φαμελιά. Τότε φκειάνω μίαν αναφορά εις τους Αντιπρέσβες των Δυνάμεων. Μαθαίνει αυτό ο Κυβερνήτης, με προσκαλεί και μου δίνει τον μιστόν μου. Και με τήραγε σαν η γάτα το ποντίκι. Ήθελαν να μας ορκίζουν σαν γομάρια διά το κέφι τους και ύστερα να μας λένε επίορκους.

Όταν σκοτώθη ο Αλήπασσας οι Τούρκοι πήραν μίαν γυναίκα του οπού ’χε Ρωμαία, την έλεγαν Κυρά Βασιλική, κι’ έναν αγαπημένον του Αλήπασσα, τον έλεγαν Θανάση Βάγια, και τους πήγαν εις την Κωσταντινόπολη. Αυτόν τον καλόν άνθρωπον τον είχε ο Αλήπασσας, οπού ’τρωγε τους ανθρώπους καλύτερα από ψωμί. Όταν έφκειανε το κάστρο των Γιαννίνων, επιστατούσε αυτός ο καλός άνθρωπος. Πόσους ανθρώπους έρριξε εις τον ασβέστη και κάηκαν κι’ άλλους τους τρύπαγε εις τ’ αυτιά και τους κάρφωνε! Αυτός ο καλός άνθρωπος λάδι την Τετράδη και Παρασκευή δεν έτρωγε, τους ανθρώπους τους ροκάναγε. Αναχώρησε από την Κωσταντινόπολη και ήρθε εδώ. Τον αντάμωσε ο Κυβερνήτης μας και τον ρώταγε, πώς εκείνος ο μέγας άντρας ο Αλήπασσας διοικούσε τους ανθρώπους κι’ έγινε τοιούτος. Του λέγει εκείνος ότι αυτός σκότωσε όλους τους παλιούς, τα οτζάκια, κι’ έφκειασε δικούς του ανθρώπους. Του λέγει· «Να σου δώσω ανθρώπους πιστούς, μπορείς να το κάμης αυτό; – Είμαι έτοιμος να σε δουλέψω». Το ’δωσε ανθρώπους. Είδαμεν εμείς αυτό – ξέραμεν την διαγωή του – μαθεύτηκε, φοβήθη ο Κυβερνήτης μας. Τότε τον έβαλε εις τ’ Αγροκήπιον επιστάτη και το’δινε εξακόσια γρόσια τον μήνα, οπού δεν παίρνει η πρώτη τάξη των αγωνιστών αυτόν τον μιστόν. Του είπε να ησυχάση εκεί κι’ όταν είναι καιρός να βάλη την ενέργειάν του σε δρόμον, να κυβερνήση όλους τους αγωνιστάς – να τους σκοτώση, καθώς έκαμεν ο Κιτάγιας τους Αρβανίτες εις τα Μπιτόλια. Κι’ όταν πιτύχαινε αυτό ο Κυβερνήτης μας και οι συντρόφοι του, τότε όσα είχε η φαντασία του θα τα ’κανε εις την Ελλάδα.

Ήταν έναν καιρόν ένα λιβάδι πολλά αξιόλογον. Είχε πολλά αγαθά μέσα διά τους ανθρώπους και καλή τροφή διά τα ζώα. Σε αυτό το λιβάδι ήταν ένα θερίον οπού το εξουσίαζε. Ούτε οι άνθρωποι μπορούσαν να λάβουν τ’ αγαθά του, ούτε τα ζώα την καλή χλόγη. Τότε ένας κακός άνθρωπος ηύρε το καϊμένο τ’ άλογο και του λέγει του λιβαδιού τ’ αγαθά. Και του λέγει· «Να σκύψης να σε καβαλλικέψω εσένα κι’ εγώ με τ’ άρματά μου να σκοτώσωμεν το θερίον, να γοδέρωμεν αυτόν τον καλόν τόπον. Μπιστεύτηκε το καϊμένο τ’ άλογον διά την καλή την τροφή κι’ έκλινε τον αυχένα του. Κι’ ο κακοροίζικος ο άνθρωπος το ’βαλε την σέλλα, και την έσφιξε καλά, και το χαλινό. Καβαλλίκεψε ο άνθρωπος αρματωμένος, σκότωσαν το θερίον. Του λέγει το δυστυχισμένο τ’ άλογον· «Το θερίον το σκοτώσαμεν, εσύ παίρνεις τ’ αγαθά του τόπου – βγάλε τον χαλινό και την σέλλα οπού μο ’βαλες και κατέβα τώρα από πάνου μου να βοσκήσω κι’ εγώ. – Ο χαλινός και η σέλλα δεν βγαίνει από πάνου σου, ούτε εγώ θα κατέβω πλέον». Αφού του βόηθησε τ’ άλογον και με τη δύναμή του σκότωσε το θερίον κι’ έλαβεν εις την εξουσίαν του εκείνον τον λαμπρόν τόπον και γοδέρει τ’ αγαθά του, το δυστυχισμένο τ’ άλογον όχι που δεν ωφελήθη, αλλά του μπήκε κι’ ο χαλινός και η σέλλα – κι’ ο διαβολάνθρωπος καβάλλα και τ’ άφινε νηστικόν και φορτωμένο.

Ο μύθος σα να μοιάζη με την αρετή του Κυβερνήτη μας. Όταν το θερίον είχε την πατρίδα, θυσιάστηκαν, σκοτώθηκαν, αφανίστηκαν οι Έλληνες και του το κάμαμεν χαζίρι, τον φέραμεν να μας κυβερνήση, να μας αναστήση, να μας βγάλη κι’ εμάς εις την κοινωνίαν του κόσμου και να τον λέμεν ευεργέτη μας και σωτήρα μας – κι’ εμείς να ζήσουμε ως άνθρωποι κι’ αυτός να δοξαστή. Ο Κυβερνήτης μας φέρνει οπαδούς των τύραγνων να τον οδηγήσουνε πώς τυραγνούνε εκείνοι οι τύραγνοι, να τυραγνήση κι’ αυτός. Και ποιους θέλει να βλάψη; Εκείνους οπού ’λικρινώς αγωνίστηκαν και υπάρχει η πατρίδα, οπού θυσιάσαν κατάσταση και ζωή. Δεν στοχάστης, Κυβερνήτη μου, όταν ο Αλήπασσας σκότωνε τους μεγάλους και τους μικρούς τούς έβαινε εις τον τόπο τους, καθώς σου είπε ο Βάγιας, αυτός τους κυρίεψε με το σπαθί του, κι’ εσένα σε φέραν όχι διά τζελάτη και τύραγνον, σε φέραν να κυβερνήσης ανθρώπους οπού αφανίστηκαν διά την πατρίδα και να τους αποκαταστήσης έθνος μ’ αρετή.

Του Κυβερνήτη φάνηκαν τα αιστήματά του, ότ’ είναι κυβερνήτης φατρίας κι’ όχι πατρίδας, και δεν θέλει λευτερίαν, αλλά δόλον και απάτη. Διά να μη γένη νέον δυστύχημα κι’ αυτός έμπη εις τον δρόμον (όταν γένη η Συνέλεψη πατριωτική, τότε όλα θαραπεύονται) τότε βρίσκω έναν ανιψιόν του Δεσπότη Ησαΐα. Αυτός ήταν φρούραρχος εις το Παλαμήδι. Τον Κυβερνήτη τον φοβέριζαν πολλοί να τον σκοτώσουνε, ότι έκαμεν εξορίαν όλους τους σημαντικούς της πατρίδας άλλους εις τη Νύδρα κι’ άλλους αλλού, κι’ ο καθείς από αυτούς είχε το κόμμα του και συγγενείς του, και κιντύνευε. Εγώ εις τον Κυβερνήτη είχα μίαν συμπάθεια, ότι έλπιζα να μετανοήση και να ’ρθη εις τον καλόν δρόμον. Και τον ’παινούσα κι’ ας με πείραζε αδίκως – δεν μου κακοφαίνεταν. Τότε διά να μην του γένη κάνα δυστύχημα αυτεινού και κιντυνέψη η πατρίδα, μίλησα μ’ εκείνον οπού ήταν φρούραρχος του Παλαμηδιού να μας δώση το Παλαμήδι και να του δώσουμεν δυο χιλιάδες τάλλαρα. Συνφωνήσαμεν σ’ αυτό και πούθε να μας μπάση και να λάβωμεν της αναγκαίες τάμπιες. Με πήρε πήγαμεν οι δυο μας εις το Παλαμήδι· είδα της θέσες, τα πολεμοφόδια, όλα. Τότε ορκίζομαι και με τον Μήτρο Ντεληγιώργη, στενό μου φίλον, τίμιον αγωνιστή, συνάζομεν ανθρώπους μυστικά· τους είχαμεν εις την Νεόπολη, τους δώσαμε και χαρτζιλίκι, ξοδιάσαμε καμμιά τετρακοσιαριά τάλλαρα· και τους λέγαμεν των ανθρώπων ότι θα πάμεν κλέφτες. Τότε είχαμεν χαζίρι αυτούς κι’ ανθρώπους πιστούς να στείλωμεν συνχρόνως εις Ρούμελην, εις Πελοπόννησο και νησιά να γένουν οι πληρεξούσιοι – θα ’ρχονταν οι ίδιγοι οπού ’ταν εις την Τετάρτη Συνέλεψη. Δεν θέλαμεν εκείνους, ότ’ ήταν αγορασμένοι – και να ’ρθούν πατριώτες. Τα χρήματα δεν τα ’χαμεν, της δυο χιλιάδες τα τάλλαρα· ανταμώνομεν με τον Μιαούλη – ήταν πρωτύτερα αυτό από τα καράβια οπού κάηκαν· του λέγω του Μιαούλη να πάγη εις τη Νύδρα και ειπή του Μαυροκορδάτου, των Κουντουργιωταίων και του Ζαΐμη να του δώσουνε της δυο χιλιάδες τα τάλλαρα κι’ ύστερα τα ρίχνομεν εις την πατρίδα και πλερώνονται, ή μόνοι μας ο καθείς τα δίνομεν, καθώς εμείς πλερώνομεν και τους ανθρώπους. Του είπα να πάρη και καμπόσους Νυδραίγους να γνωρίζουν από κανόνια – και εις την Πρόνοια ανταμωνόμαστε. Πήγε ο Μιαούλης το λέγει αυτεινών. «Πες του Μακρυγιάννη, λένε του Μιαούλη, να τραβήξη χέρι από αυτό και θα γένη διαφορετικό το πράμα». Τότε διαλύσαμεν τους ανθρώπους· χάσαμεν και τα χρήματά μας. Του λέγω του Μιαούλη· «Πώς θα γένη διαφορετικόν; Θα συβιβαστούν; Αυτό είναι, του λέγω, το καλύτερον, να σωθούμεν». Ύστερα άρχισε ο εφύλιος πόλεμος παντού και σκοτώνονταν οι άνθρωποι. Τότε άρχισε ο Πόρος και κάηκαν τα καράβια κι’ έγινε παντού άνου κάτου.

Από τη φυλακή έβγαλε ο Κυβερνήτης μόνον τον αδελφόν του Πετρόμπεγη τον Κωσταντήμπεγη και τον Γιωργάκη Μπεζαντέ, το παιδί του. Βγαίνοντας από την φυλακή, δεν τους έλεγε να πάνε όθεν αλλού ήθελε ο Κυβερνήτης, να μην είναι μέσα εις τ’ Ανάπλι· τους άφησε εκεί. Τους πλάκωσαν οι δανεισταί τους, τους γύρευαν το δικόν τους. Δεν είχαν ούτε ψωμί να φάνε. Εγώ είχα δανείση τρακόσια γρόσια τον Γιωργάκη Μπεζαντέ μέσα εις την χάψη να φάνε ψωμί. Τότε αυτούς τους καταφρόνεψε πολύ ο Κυβερνήτης και τ’ αδέλφια του, ανθρώπους με μεγάλους αγώνες και θυσίες στην πατρίδα. Αποφάσισαν να σκοτώσουνε τον Κυβερνήτη και να πεθάνουν. Κι’ αυτό το έλεγαν πολλών οπού θα το κάμουν· το είπαν του Κυβερνήτη κι’ αδελφών του και υπουργού Ρόδιου. Αυτείνοι αμελούσαν από μωρομάρα θεοτική. Μίαν Κυργιακή πήγε εις την εκκλησίαν ο Κυβερνήτης. Πήγαν κι’ αυτείνοι οι δυο – εκεί οπού θα ’μπαινε εις την εκκλησίαν, τον σκότωσαν τον Κυβερνήτη. Τότε σκότωσαν και τον Κωσταντήμπεγη. Ο Γιωργάκης πήγε εις τον Ρουάν τον Αντιπρέσβυ της Γαλλίας και τον έδωσε και τον φυλάκωσαν. Και σε ολίγον καιρόν σκότωσαν κι’ αυτόν – τον έκριναν δικοί τους και τον σκότωσαν.